Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Σύντομη ιστορία του ροκ - Μέρος τέταρτο: Η Βρετανική Εισβολή

Αρχές του 1964, όλα αυτά που συμβαίνουν στη μουσική σκηνή της Αμερικής αναταράσσονται από την ξαφνική εισβολή βρετανικών συγκροτημάτων στους πίνακες των επιτυχιών και όλη η χώρα ακούει τη μουσική των Μπιτλς, των Ρόλινγκ Στόουνς και πολλών άλλων, που βλέπουν να έρχεται η μία επιτυχία μετά την άλλη. Ήταν αυτή μια θετική εξέλιξη με την επαφή των δύο μουσικών παραδόσεων ή απλώς διέκοψε ότι βρισκόταν εν τω γενέσθαι εκείνη τη στιγμή - τη σόουλ, την αναγέννηση της φολκ;

Η βρετανική μουσική σκηνή
Μέχρι περίπου το '62-'63, η Βρετανία κυριαρχείται από την Αμερικάνικη μουσική - αυτό τουλάχιστον δείχνουν αναμφισβήτητα τα βρετανικά charts. Ακόμη και οι εξαιρέσεις στην ουσία μιμούνται το αμερικάνικο ροκ εν ρολ. Για παράδειγμα, ο Κλιφ Ρίτσαρντ έκανε απανωτές επιτυχίες εκείνη την περίοδο με έναν ήχο όπου ήταν προφανής η επιρροή του (σχεδόν συνονόματου) Λιτλ Ρίτσαρντ ή του Έλβις. Η πρώτη σημαντική είσοδός του στα charts έγινε με το Move it το 1958, που γενικά θεωρείται το πρώτο βρετανικό άξιο λόγου ροκ εν ρολ τραγούδι.


Αν στην Αμερική το ραδιόφωνο - ιδιαίτερα οι περιφερειακοί σταθμοί - και οι ανεξάρτητες εταιρίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην προβολή και διάδοση των διαφορετικών μουσικών στιλ, στη Βρετανία όλα περνάνε από το BBC και οι μεγάλες εταιρίες δεσπόζουν στον χώρο της δισκογραφίας. Πιθανόν αυτό να οδήγησε ορισμένα είδη να παραμείνουν περιθωριακά.

Ένα σημαντικό μουσικό κίνημα που διαμορφώνεται στη δεκαετία είναι το σκιφλ [Skiffle], ένα είδος φολκ με έντονα στοιχεία τζαζ και με ιδιοκατασκευασμένα όργανα, που ίσως να έλκει την καταγωγή του από τη Νέα Ορλεάνη. Πολλοί νεαροί Βρετανοί ενθαρρύνθηκαν να παίξουν μουσικά όργανα μετά την επιτυχία που είχε το απλό αυτό - στο παίξιμό του - μουσικό είδος. Ο σημαντικότερος σκιφλ μουσικός είναι ο Λόνι Ντόνεγκαν που έκανε πολλές επιτυχίες με παραδοσιακά και δικά του τραγούδια και επηρέασε τον ήχο πολλών μετέπειτα συγκροτημάτων - δεν τον "ακούτε" σε κάποια τραγούδια των Μπιτλς και των Στόουνς, τουλάχιστον; Εδώ το Puttin' On the Style από το 1957.


Άλλα είδη που παίζουν σημαντικό ρόλο είναι η trad jazz [trad=traditional=παραδοσιακή], με ήχο που παραπέμπει στη Ντίξιλαντ και στο ράγκταϊμ, και μια άντεργκραουν κίνηση μπλουζ - με τους Τζον Μάγιαλ, Αλέξις Κόρνερ, Σίριλ Ντέιβις να πρωτοστατούν - που δεν πολυ-εμφανίζεται στα charts αλλά επηρεάζει πολλούς καλλιτέχνες και συγκροτήματα, όπως ο Έρικ Κλάπτον, ο Τζακ Μπρους, οι Στόουνς, ο Ροντ Στίουαρτ, οι Λεντ Ζέπελιν, οι Φλίτγουντ Μακ. Ας πάρουμε μια ιδέα πώς ηχούσε αυτή η κίνηση των μπλουζ - κυρίως επηρεασμένη από τα μπλουζ του Σικάγο - με το Crawling Up a Hill από τον Τζον Μάγιαλ και το συγκρότημά του, τους Μπλούζμπρεϊκερς, το 1964.



Οι Μπιτλς διασχίζουν τον Ατλαντικό
Ένα συγκρότημα από το Λίβερπουλ με προϋπηρεσία στη δύσκολη λάιβ σκηνή του Αμβούργου, στη Γερμανία, αρχίζει να έχει επιτυχίες στην Αγγλία. Όταν αποφασίζουν να κάνουν περιοδεία στην Αμερική και παρουσιάζονται στο τηλεοπτικό σόου του Εντ Σάλιβαν τα τείχη πέφτουν. Εν μία νυκτί κατακτούν τις καρδιές των Αμερικανών για να μη φύγουν ποτέ από κει. Ο διάδοχος του Έλβις που μάταια αναζητούσαν οι εταιρίες, βρέθηκε στο άλλο άκρο του Ατλαντικού: ήταν τέσσερις και μιλούσαν με βαριά βρετανική προφορά από το λιμάνι του Λίβερπουλ. Πρώτη, κολοσσιαία επιτυχία στις ΗΠΑ το I Want To Hold Your Hand.



Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2018

Ρεβέκκα [Άλφρεντ Χίτσκοκ, 1940]

Η Ρεβέκκα είναι ένα σημαδιακό έργο για τον Χίτσκοκ. Είναι η πρώτη ταινία που γυρίζει στο Χόλιγουντ, όπου έχει προσκληθεί από τον παραγωγό τού Όσα παίρνει ο άνεμος, Ντέιβιντ Σέλτζνικ. Παρόλο που διαδραματίζεται κυρίως στην Αγγλία, η Ρεβέκκα είναι από αρκετές απόψεις μια αμερικάνικη ταινία. Ο ίδιος ο Χίτσκοκ δεν τη θεωρεί χαρακτηριστική του έργου του. Πιθανότατα, επειδή πολλά πράγματα στο γύρισμά της του επιβλήθηκαν από τον Σέλτζνικ, κάτι στο οποίο ο Βρετανός σκηνοθέτης δεν ήταν συνηθισμένος. Ο Αμερικανός παραγωγός διάλεξε το μυθιστόρημα της Δάφνης ντι Μοριέ, ενώ αρχικά είχε καλέσει τον Χίτσκοκ για να γυρίσει μια ταινία για τον Τιτανικό. Επέμενε μάλιστα να μείνει η ταινία πιστή στο μυθιστόρημα γιατί πίστευε πως οι αλλαγές θα ξένιζαν τους αναγνώστες του βιβλίου που θα πήγαιναν να δουν την ταινία. Ο Χίτσκοκ έδωσε μάχη για να μην περάσουν κάποιες προτάσεις της παραγωγής, αλλά είναι προφανές ότι κατέφυγε σε τακτική υποχώρηση σε κάποια άλλα σημεία. Το σενάριο γράφτηκε με τρόπο που να θυμίζει τις μεγάλες επικές παραγωγές του Χόλιγουντ και παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι συντελεστές ήταν Βρετανοί, η κινηματογράφηση του Μάντερλεϊ – ιδίως τα εξωτερικά πλάνα, που γυρίστηκαν με μινιατούρες - μοιάζει να αφορά έναν παραμυθένιο τόπο που δεν υπάρχει πουθενά. Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Ωστόσο, ο Χίτσκοκ με αρκετή δόση πικρίας έλεγε ότι το βραβείο το πήρε ο Σέλτζνικ κι όχι αυτός.


Η ιστορία ξεκινά με τη φράση «Χθες βράδυ ονειρεύτηκα πως γύριζα στο Μάντερλεϊ» και μια γυναικεία φωνή να ανακαλεί στη μνήμη της τις παράξενες μέρες που πέρασε εκεί, ενώ η κάμερα ελίσσεται σε χορταριασμένα μονοπάτια, ανάμεσα σε δύσβατες συστάδες δέντρων, μέχρι να φτάσει στα ερείπια μιας έπαυλης. Από εκεί μεταφερόμαστε στο Μόντε Κάρλο, όπου μια νεαρή ορφανή κοπέλα – ποτέ δεν μαθαίνουμε το όνομά της - που εργάζεται ως συνοδός μιας πλούσιας Αμερικανίδας γνωρίζεται με τον πλούσιο χήρο Μάξιμ ντε Γουίντερ. Το ζευγάρι [Τζόαν Φοντέιν, Λόρενς Ολίβιε] παντρεύεται και πηγαίνει να ζήσει στο Μάντερλεϊ, την έπαυλη του ντε Γουίντερ. Σχεδόν η ιστορία της Σταχτοπούτας, θα έλεγε κανείς. Μόνο που η έπαυλη κυριαρχείται από την παρουσία της Ρεβέκκας, της νεκρής πρώτης κυρίας ντε Γουίντερ, και την ψυχρή, απειλητική μορφή της οικονόμου του σπιτιού, την κ. Ντάνβερς [Τζούντιθ Άντερσον], θεματοφύλακα της μνήμης της νεκρής κυρίας της. Το κλίμα είναι εξαρχής δυσοίωνο. Αλλά ας μην προχωρήσουμε σε περαιτέρω αποκαλύψεις και χαλάσουμε την αγωνία όσων δεν έχουν δει την ταινία. Πώς όμως καταφέρνει ο Χίτσκοκ να μας δώσει μέσα από ένα ενδιαφέρον αλλά αρκετά συμβατικό σενάριο ένα από τα σημαντικότερα έργα του;


Κατ’ αρχάς, κάνει μια ευρηματική αλλαγή σε σχέση με το μυθιστόρημα. Η κ. Ντάνβερς μετατρέπεται από ηλικιωμένη μητρική φιγούρα σε μια νεότερη γυναίκα που δεν κρύβει το (έκδηλα ομοφυλοφιλικό) πάθος της προς την πανταχού παρούσα-απούσα Ρεβέκκα. Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργεί μια οξύτερη αντίθεση ανάμεσα στους δύο κεντρικούς γυναικείους χαρακτήρες. Κινηματογραφικά, αυτό εκφράζεται με χρωματικό κοντράστ ανάμεσα στα λευκά ή γκρίζα χρώματα της νεαρής κ. ντε Γουίντερ και στα μαύρα της οικονόμου. Ταυτόχρονα, η Φοντέιν είναι νευρικά αεικίνητη, ανασφαλής και αδέξια ενώ η Άντερσον εμφανίζεται σχεδόν παντού και πάντα αναπάντεχα, σαν να κινείται πάνω σε ράγες, απειλητική, άκαμπτη και ατάραχη, σχεδόν μη ανθρώπινη, και εξαφανίζεται το ίδιο ξαφνικά – ένα στοιχειό της έπαυλης.


Περισσότερο κι από τους χαρακτήρες, κεντρικό ρόλο παίζει το Μάντερλεϊ. Από την πρώτη στιγμή, μοιάζει να έχει συμμαχήσει με τα στοιχεία της φύσης για να μη δεχτεί τη νέα του κυρία – όπως φτάνουν με το ανοιχτό αυτοκίνητο, μια καταρρακτώδης βροχή υποδέχεται το ζευγάρι των νεόνυμφων. Θα έλεγε κανείς ότι η Ρεβέκκα έχει στοιχειώσει το μεγάλο σπίτι. Το εξωτερικό της έπαυλης εμφανίζεται σχεδόν πάντα τυλιγμένο από ομίχλη, απροσδιόριστα τοποθετημένο, απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Εσωτερικά, οι μεγάλοι, ψυχροί χώροι κάνουν την Φοντέιν να φαίνεται μικρή και ξένη, ενώ συχνά πάνω της πέφτουν απόκοσμες σκιές.


Ο Χίτσκοκ δεν αγαπά ιδιαίτερα να δημιουργεί ένταση μέσα από τους διαλόγους. Αντίθετα, το πετυχαίνει με μοναδικό τρόπο χρησιμοποιώντας καθαρά οπτικά μέσα. Κοντινά πλάνα που εναλλάσσονται μεταξύ τους ή με άλλα μεσαία, η κάμερα να ψάχνει τα πρόσωπα των δευτερευόντων χαρακτήρων, π.χ. των υπηρετών,  χρωματικές αντιθέσεις, όπως είδαμε και παραπάνω. Τη μερίδα του λέοντος σε γκρο πλάνα παίρνει φυσικά η Φοντέιν, της οποίας τον χαρακτήρα εξερευνά κυρίως η κάμερα, ενώ σε μεγάλο βαθμό αποφεύγονται τα πολύ κοντινά πλάνα του Ολίβιε, ώστε να διατηρήσει ο χαρακτήρας του κάποια αοριστία. Υπάρχει βέβαια μια σκηνή, κατά τη διάρκεια της προβολής κάποιας ταινίας με σκηνές από τον μήνα του μέλιτος του ζευγαριού, όπου αφού η κάμερα έχει μείνει για ώρα στο πρόσωπο της νεαρής συζύγου στο μισοσκόταδο, φωτισμένο από το φως της μηχανής προβολής που τρεμοπαίζει για να εντείνει την αίσθηση ταραχής, μετά από ένα πολύ σύντομο μεσαίο πλάνο, ξαφνικά επικεντρώνεται στο σχεδόν παράφρον πρόσωπο του Μάξιμ, φωτισμένο από κάτω κι αριστερά για να δώσει όλες τις χαρακτηριστικές σκιές και να δημιουργήσει την οπτική και ψυχολογική εντύπωση που θέλει ο Χίτσκοκ. Η μουσική του Φραντς Γουάξμαν [Η λεωφόρος της Δύσης, Μια θέση στον ήλιο, Σιωπηλός μάρτυς] παίζει κι αυτή σημαντικό ρόλο στη δημιουργία σασπένς.


Για άλλη μια φορά λοιπόν σε ταινία του Χίτσκοκ έχουμε το άτομο να νιώθει ξένο προς τον περιβάλλοντα χώρο και τους γύρω του. Η νεαρή γυναίκα καλείται να αναλάβει ένα ρόλο που δεν είναι δικός της, που την αλλοτριώνει. Ο αριστοκράτης σύζυγος κινείται στα όρια του διχασμού και της παραφροσύνης. Την αγαπά; Τα φιλιά που της δίνει είναι πατρικά και κρύα – συνήθως, στο μέτωπο ή στο μάγουλο. Μόνο μετά από ένα συγκεκριμένο συμβάν – δεν θα το αποκαλύψω – δείχνουν οι δύο τους να γίνονται πραγματικό ζευγάρι. Καταπληκτική ηθοποιία και στους τρεις κύριους ρόλους, όπως και στους δευτερεύοντες. Σίγουρα η Τζούντιθ Άντερσον δίνει ρεσιτάλ ως κακιά, αλλά προσωπικά θεωρώ πιο δύσκολο τον ρόλο της Τζόαν Φοντέιν και δεν μπορώ να μη θαυμάσω το πώς τον φέρνει σε πέρας. Να σημειώσω ότι λέγεται πως ο Χίτσκοκ της φερόταν απαίσια για να πάρει από αυτή όλη εκείνη τη νευρικότητα και ανασφάλεια που βγάζει στην οθόνη. Αργότερα, η ηθοποιός δήλωσε πως ο Βρετανός σκηνοθέτης την αντιπαθούσε, ενώ κάτι τέτοιο δεν ευσταθούσε - απλώς ήταν μέρος της σκηνοθεσίας.


Θέλω να τελειώσω την προσπάθειά μου να αναλύσω τη Ρεβέκκα με μια εξαιρετική ερμηνεία της ταινίας  που αλίευσα στη Βικιπαίδεια, η οποία παραπέμπει στο βιβλίο του Pierre Lherminier, Χίτσκοκ. "Κυρίαρχο ρόλο στην ταινία έχουν το νερό και η φωτιά: η ομίχλη στην εναρκτήρια σεκάνς, η βροχή που υποδέχεται την καινούργια οικοδέσποινα στον πύργο, ο πνιγμός […] στη θάλασσα, η φωτιά που καίει τον πύργο. Το νερό προωθεί την αφήγηση και η φωτιά τη σταματά. Το νερό είναι στοιχείο ενός κόσμου παρωχημένου, που πεθαίνει αν δεν έχει πεθάνει ήδη και η φωτιά λειτουργεί καθαρτικά."

[Την ταινία μπορείτε να την παρακολουθήσετε στο YouTube με ελληνικούς υπότιτλους εδώ.]

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Η κυρία εξαφανίζεται [The Lady Vanishes - Άλφρεντ Χίτσκοκ, 1938]

Ξαναβλέποντας για τρίτη ή τέταρτη φορά το The Lady Vanishes [Η κυρία εξαφανίζεται – Άλφρεντ Χίτσκοκ, 1938], δεν μπορούσα παρά να μείνω έκθαμβος από το πώς, πρώτα απ’ όλα,  κατάφερε να γυρίσει μια τέτοια ταινία σε ένα μικρό στούντιο εκείνης της εποχής, χωρίς καν να νιώθεις ότι το τρένο στο οποίο διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας δεν κινείται καν. Αντίθετα, ο θεατής έχει συνέχεια την αίσθηση ότι  ταξιδεύει.

Πέρα από το τεχνικό επίτευγμα της δημιουργίας αληθοφάνειας με την προσθήκη κυρίως διαφανειών και μινιατούρων, η ταινία έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου ως μια ιδιαίτερα επιτυχημένη αφήγηση μιας συναρπαστικής ιστορίας. Στις συζητήσεις του Τριφό με τον Χίτσκοκ, ο πρώτος ομολογεί πως όσες φορές κι αν προσπάθησε να δει την ταινία αποστασιοποιημένα και να την αναλύσει τεχνικά, ποτέ δεν κατάφερε να μην παρασυρθεί από τα δρώμενα και τους χαρακτήρες. Δεν μπορώ να φανταστώ μεγαλύτερο έπαινο.


Κάτι άλλο, βέβαια, που δεν επισημαίνει ο Τριφό, είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο ο Χίτσκοκ παρουσιάζει την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη τις παραμονές του πολέμου και επικρίνει την αδιαφορία των συμπατριωτών του για την απειλή του συνεχώς ισχυροποιούμενου ναζισμού. Και αυτό δεν γίνεται εκ των υστέρων, αλλά σε καιρούς που η αγγλική διπλωματία και μεγάλη μερίδα του βρετανικού λαού εθελοτυφλούσε απέναντι στον γερμανικό κίνδυνο.. Η χρονιά που κυκλοφόρησε η ταινία είναι ταυτόχρονα η χρονιά που η Αγγλία και η Γαλλία υπογράφουν με τη Γερμανία και την Ιταλία το Σύμφωνο του Μονάχου που θα επιτρέψει στον Χίτλερ να προσαρτήσει την Τσεχοσλοβακία εντελώς ανεμπόδιστα και να προχωρήσει απρόσκοπτα στις πολεμικές του προετοιμασίες.


Τέλος, σημαντικό στοιχείο, όπως σε μεγάλο μέρος του έργου του Χίτσκοκ, είναι η υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου που μόνος απέναντι στους γύρω του που τον θεωρούν τρελό ή ένοχο μάχεται να αποδείξει ότι έχει δίκιο. Εδώ, η νεαρή Αγγλίδα επιμένει ότι η ηλικιωμένη κυρία Φρόι [που ριμάρει με το joy=­χαρά και είναι το αντίθετο της Μαντάμ Κούμερ που παίρνει τη θέση της και στα γερμανικά σημαίνει λύπη] υπήρξε πραγματικά, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζονται όλοι οι άλλοι πάνω στο τρένο, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Και σ’ αυτό το σημείο ο Χίτσκοκ βρίσκει επιπλέον την ευκαιρία να μας παρουσιάσει με χιούμορ και οξυδέρκεια ένα καταπληκτικό μοντέλο σε μικρή κλίμακα της αγγλικής κοινωνίας.

.

Όλα αυτά τα στοιχεία – η υπαρξιακή αγωνία, η οξύτατη παρατηρητικότητα, το φλεγματικό ή κυνικό χιούμορ – μαζί με τις αφηγηματικές ικανότητες, τις τεχνικές καινοτομίες και ίσως πάνω απ’ όλα η ικανότητά του να δημιουργεί σασπένς, είναι που κάνουν τον Άλφρεντ Χίτσκοκ έναν από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες που υπήρξαν ή θα υπάρξουν ποτέ και τις ταινίες του να βλέπονται σαν να γυρίστηκαν χθες.

Η ταινία υπάρχει στο YouTube και μπορείτε να την παρακολουθήσετε εδώ, αλλά χωρίς υπότιτλους.