Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Ίντα [Ida - Πάβελ Παβλικόφσκι, 2013]

Ο πολωνικής καταγωγής σκηνοθέτης Πάβελ Παβλικόφσκι [Pawel Pawlikowski] - ζει στην Αγγλία από τα 14 του - έγινε κυρίως γνωστός με το Τελευταίο καταφύγιο [Last Resort, 2000]. Γεννημένος το 1957, έχει σπουδάσει λογοτεχνία, φιλοσοφία και, φυσικά, κινηματογράφο. Αρχικά ασχολήθηκε με το ντοκιμαντέρ για να περάσει στις μυθοπλαστικές ταινίες το 1998. Τώρα επιστρέφει στην πατρίδα του για να γυρίσει την Ίντα [Ida, 2013].

Μια νεαρή δόκιμη καθολική μοναχή, η Άννα, πρόκειται να ορκιστεί. Η ηγουμένη της την καλεί για να της πει πως πριν αφιερωθεί στη μοναστική ζωή, θα πρέπει να συναντηθεί με την οικογένειά της - δηλαδή, τη μόνη συγγενή που της έχει απομείνει, τη θεία της Βάντα, την οποία η Άννα δεν έχει γνωρίσει ποτέ. Η θεία Βάντα, αμφιλεγόμενη αλλά γοητευτική προσωπικότητα, είναι πρώην δικαστής της σταλινικής περιόδου και μοιάζει να αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα, μεταξύ των οποίων αυτό του αλκοολισμού. Όταν η Άννα μαθαίνει από τη θεία της ότι το πραγματικό της όνομα είναι Ίντα και είναι εβραϊκής καταγωγής, ο κόσμος της δείχνει να κλονίζεται. Μαζί θα προσπαθήσουν να ανακαλύψουν τι κρύβει η οικογενειακή τους ιστορία.



Τα υπέροχα καδραρίσματα, η ποιητική και μελαγχολική ασπρόμαυρη φωτογραφία, η εκφραστικότητα των προσώπων, η γυμνή ομορφιά του πολωνικού υπαίθριου και αστικού τοπίου, που μοιάζει μερικές φορές σαν να σπρώχνει τα πρόσωπα στις άκρες του κάδρου, καθιστούν την ταινία μια εξαιρετική εικαστική εμπειρία. Παρά τον κάποιο εξωραϊσμό του πολωνικού καθολικισμού, η Ίντα είναι ένα συγκλονιστικό οδοιπορικό στην Πολωνία του '60, αλλά και μια υπαρξιακή αναζήτηση της ομώνυμης ηρωίδας, που διχάζεται ανάμεσα στην καθολική της πίστη και σε όλα όσα συμβολίζει η θεία Βάντα - Εβραία, κομουνίστρια, κυνική, αλκοολική, φιλήδονη. Δεν θα αναζητήσουν μόνο τις απαντήσεις στα μυστικά του παρελθόντος, αλλά και θα αφήσουν η κάθε μια ανεξίτηλο ίχνος πάνω στη ζωή της άλλης. Οι συμβολισμοί σε σχέση με την Πολωνία - παρελθόν, παρόν και μέλλον - είναι εύγλωττοι και προσφέρονται για ποικίλες αναγνώσεις. Συνολικά, ένα εξαιρετικό σύγχρονο δείγμα του Πολωνικού κινηματογράφου με τη μεγάλη παράδοση.


Δείτε το τρέιλερ της Ida με αγγλικούς υπότιτλους από το YouTube


Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Κι αν σου κάτσει; [Whatever Works - Γούντι Άλεν, 2009]

Το Κι αν σου κάτσει; του Γούντι Άλεν ξεκινάει με ένα τραγουδάκι του Γκράουτσο Μαρξ να παίζει την ώρα που στην οθόνη βλέπουμε τους τίτλους της αρχής. Φυσικά, δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή. Πέρα από το ό,τι τα λόγια του τραγουδιού συνοψίζουν την αίσθηση προσωρινότητας της ζωής που θέλει να μας μεταδώσει ο μεγάλος Νεοϋορκέζος σκηνοθέτης [“Hello, I must be going”], αποτελεί ταυτόχρονα και έναν φόρο τιμής στον κωμικό που τον επηρέασε ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Άλλωστε, το είχε κάποτε ο ίδιος δηλώσει ότι ο Γκράουτσο ήταν στην κορυφή της λίστας με τους λόγους για τους οποίους συνέχιζε να ζει.

Σήμερα, που ο Άλεν πλησιάζει πια τα 80, είναι καιρός να αποτιμηθούν όλα αυτά που έφερε στον σύγχρονο κινηματογράφο. Όταν πρωτοεμφανίστηκε, στη δεκαετία του 1960, στο σινεμά επικρατούσε η φαρσοκωμωδία με έμφαση στην κίνηση – αποκορύφωμα το καταπληκτικό Πάρτι του Μπλέικ Έντουαρντς με τον Πίτερ Σέλερς [1968]. Ο γυαλάκιας από το Μπρονξ έδωσε στην κωμωδία υπαρξιακό βάθος, σοφιστικέ διαλόγους με ανυπέρβλητο λεκτικό χιούμορ και φοβερές ατάκες, και έναν μοναδικό νευρωτικό σπασίκλα ήρωα που του επέτρεπε να επιδίδεται σε έναν αμείλικτο αυτοσαρκασμό.



Ακόμη κι όταν αργότερα σταμάτησε να ασχολείται αποκλειστικά με την κωμωδία κι άρχισε να καταπιάνεται με άλλα είδη [δείχνοντας την επίδραση πάνω του Ευρωπαίων κινηματογραφιστών όπως ο Μπέργκμαν και ο Φελίνι], οι ταινίες του ποτέ δεν έπαψαν να διαθέτουν το γνωστό εκλεπτυσμένο χιούμορ. Άλλωστε, όλες – όσο διαφορετικές κι αν είναι – κατά βάθος με τα ίδια θέματα καταπιάνονται: έρωτας, θάνατος, το νόημα της ζωής – ή η ανυπαρξία του. Είναι προφανής η επίδραση του Υπαρξισμού στο έργο του και η αίσθηση του παραλόγου, συνδυασμένη με το παράδοξο που φέρνει η εβραϊκή παράδοση. [ Όπως λέει κάπου: «Έγραψα ένα τεστ στον Υπαρξισμό – άφησα όλα τα ερωτήματα αναπάντητα και πήρα άριστα.»]


Το χιούμορ του στηρίζεται σε δύο, κυρίως, άξονες:

  •             Στο ανακάτεμα σπουδαίων ζητημάτων με πεζά, καθημερινά πράγματα. Πχ, «Όχι μόνο δεν υπάρχει Θεός, αλλά κυριακάτικα στη Νέα Υόρκη ούτε υδραυλικό δεν βρίσκεις.»
  •             Στην αντιστροφή γνωστών κλισέ. Πχ, «Κάποτε ο παππούς μου μού χάρισε μια σφαίρα. Τη φύλαξα στο σακάκι μου, στην τσέπη της καρδιάς. Όταν σε έναν καβγά, μου πέταξαν μια Βίβλο, η σφαίρα μού έσωσε τη ζωή.»


Όλα τα παραπάνω τα συναντάμε κατά κόρο στο Κι αν σου κάτσει;. Μπορεί να γυρίστηκε το 2009, αλλά η πρώτη σεναριακή μορφή του ανάγεται στη δεκαετία του 1970. Είναι λοιπόν ένας Γούντι Άλεν απ’ τα παλιά. Η πιο σημαντική διαφορά είναι πως τον νευρωτικό ήρωα παίζει ο άγνωστος στην Ελλάδα ηθοποιός Λάρι Ντέιβιντ. Ο Μπόρις Γέλνικοφ είναι ένας 60άρης Νεοϋορκέζος, πρώην καθηγητής πανεπιστημίου, παρ’ ολίγον υποψήφιος νομπελίστας φυσικός, και νυν καθόλου υπομονετικός δάσκαλος σκακιού, που γεμάτος θεωρίες και ιδιοτροπίες προσπαθεί να ζήσει παρά τη βαθιά του πεποίθηση για το παράλογο του κόσμου ετούτου. Ο κυνικός Μπόρις θα δει την τακτοποιημένη του αλλά άχαρη ζωή να ανακατεύεται όταν περιμαζεύει από οίκτο την 20χρονη Μέλοντι [Έβαν Ρέιτσελ Γουντ] που έφυγε από το σπίτι της στον Νότο για να βρει την τύχη της στην αμερικανική μεγαλούπολη. Η απλοϊκή νεαρή δεν μπορεί αρχικά να παρακολουθήσει το χιούμορ και τον εξεζητημένο τρόπο σκέψης του πρωτευουσιάνου διανοούμενου. Σιγά-σιγά όμως επηρεάζεται από αυτόν – ξεκαρδιστικός ο τρόπος που προσπαθεί να μιλήσει σαν αυτόν χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει τι λέει – και βέβαια αρχίζει κι εκείνη να επιδρά πάνω του. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν στην υπόθεση προστίθενται και άλλα πρόσωπα δημιουργώντας απίθανα κωμικές καταστάσεις.


Ίσως η ελληνική μετάφραση του Whatever Works να θολώνει κάπως αυτό που έχει κατά νου ο σκηνοθέτης και μαρτυρά εύγλωττα ο τίτλος: πάρε τη ζωή σου όπως έρθει, χωρίς προκατασκευασμένες αντιλήψεις, διάλεξε αυτό που σε βοηθάει να ζήσεις κι όχι αυτό που «πρέπει». Ωστόσο, η ταινία δεν χρήζει κάποιας ερμηνευτικής διαμεσολάβησης. Όλα είναι κρυστάλλινα και απολαυστικά, με τον παλιό καλό τρόπο του Γούντι Άλεν, με τις χαλαρά στημένες σκηνές, τα μεσαία καδραρίσματα, την ευκίνητη κάμερα, με τον πρωταγωνιστή συχνά να απευθύνεται στο κοινό σαν να επιδιώκει την υποστήριξή του. Όλα δίνουν μια αμεσότητα, μια ελαφρότητα, μια προσωρινότητα. Σαν να σου λέει: Αυτό που βλέπεις είναι περαστικό, φευγαλέο. Δεν έχουν σημασία οι απαντήσεις. Σημασία έχει να αναρωτιέσαι, να σκέφτεσαι, να ζεις.

[Τρέιλερ του Whatever Works από το YouTube]




Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Λοξή γωνία λήψης [Dutch angle]

Λοξή γωνία λήψης ή λοξό καδράρισμα [Dutch angle, Dutch tilt, canted angle, oblique angle, German angle]

Πρωτοχρησιμοποιήθηκε πιθανότατα το 1919, στη γερμανική ταινία «Το εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι» του Ρόμπερτ Βίνε, για να δοθεί έμφαση στις σκηνές τρέλας και στην κοινωνική καταστροφή που βίωνε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Ο Ντζίγκα Βερτόφ τις χρησιμοποιεί κατά κόρο στον «Άνθρωπο με την κινηματογραφική μηχανή» (1929) μαζί με άλλες πρωτοποριακές τεχνικές.
Η λοξή γωνία χρησιμοποιείται από τον Γερμανικό Εξπρεσιονισμό για να τονίσει την τρέλα, την ανησυχία, τον εξωτισμό και την απώλεια προσανατολισμού. [Μάλλον ο όρος "Dutch" (=ολλανδική) αποτελεί παρανόηση λόγω του ομόηχου Deutsch (=γερμανική)]. 
Ο Όρσον Γουέλς χρησιμοποίησε πολλά λοξά κάδρα στον «Πολίτη Κέιν», αλλά το κινηματογραφικό έργο που θεωρείται σταθμός στη χρήση τους είναι «Ο τρίτος άνθρωπος» (Κάρολ Ριντ, 1949). [Υπάρχει και το ανέκδοτο ότι μετά το τέλος της ταινίας το συνεργείο έκανε δώρο στον Ριντ ένα αλφάδι.]


Αργότερα οι λοξές γωνίες χρησιμοποιήθηκαν πολύ στο φιλμ νουάρ και σε ταινίες τρόμου. Στους σκηνοθέτες που τις αγαπούν ανήκει ο Χίτσκοκ [πχ, στο «Χέρι που σκοτώνει» – Shadow of a Doubt, 1943] αλλά και νεότεροι όπως ο Τέρι Γκίλιαμ και ο Τιμ Μπέρτον.