Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Τζάνγκο: Ο Τιμωρός [Django Unchained - Κουέντιν Ταραντίνο, 2012]

Δεν θα έλεγα ότι το κλίμα που έβλεπα να διαμορφώνεται απέναντι στην τελευταία ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο με ενέπνεε να την παρακολουθήσω. Δεξιά κι αριστερά άκουγα για αδικαιολόγητη επίδειξη βίας και για επανάληψη των εμμονών του σκηνοθέτη [ποιος σκηνοθέτης άραγε δεν έχει εμμονές;]. Με κρύα καρδιά ξεκίνησα να το βλέπω, αλλά ο Τζάνγκο: Ο Τιμωρός [αδυνατώ να καταλάβω γιατί οι διανομείς δεν μετέφεραν το όνομα στα ελληνικά] με καθήλωσε από τις πρώτες σκηνές. Έχοντας δει πριν από χρόνια τον Τζάνγκο [1966] του Σέρτζιο Κορμπούτσι, φοβόμουν πως ο Τιμωρός θα ήταν κάποια μορφή sequel. Καμιά σχέση. Πέρα από κάποιες γενικές ιδέες, αναφορές, τραγούδια [καταπληκτικές οι μουσικές επιλογές] και την παρουσία του τότε πρωταγωνιστή, του Φράνκο Νέρο, σε έναν μικρό ρόλο, το σενάριο είναι εντελώς πρωτότυπο. Αυτό που παρακολουθούμε εδώ είναι ένα συγκλονιστικό ξανακοίταγμα στο ιστορικό παρελθόν των Ηνωμένων Πολιτειών και στη Δουλεία. Και όσο κι αν αυτό ενόχλησε πολλούς - "λευκούς" και "μαύρους" [οι όροι δεν είναι πια "πολιτικά ορθοί"], για διαφορετικούς λόγους - κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Ταραντίνο το κάνει με ιδιαίτερα πειστικό τρόπο.


Δύο χρόνια πριν την έναρξη του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου, ο Δόκτωρ Κινγκ Σουλτς [Κρίστοφ Βαλτς], Γερμανός μετανάστης, πρώην οδοντίατρος και νυν κυνηγός επικηρυγμένων, ελευθερώνει τον σκλάβο Τζάνγκο [Τζέιμι Φοξ] για να τον βοηθήσει να αναγνωρίσει κάποιους καταζητούμενους. Οι δυο τους θα σχηματίσουν ένα ιδιότυπο ζευγάρι ανθρώπων του νόμου που θα καταφέρει να εξοντώσει επικερδώς όσους παράνομους βρεθούν στον δρόμο τους. Όμως, ο πλουτισμός δεν είναι αυτό που επιδιώκει ο Τζάνγκο. Ο σκοπός του είναι να βρει τη γυναίκα του, την Μπρουμχίλντα [Κέρι Γουάσινγκτον], που για τιμωρία πουλήθηκε χωριστά από αυτόν. Ο Σουλτς υπόσχεται να τον βοηθήσει. Η αναζήτησή τους θα τους οδηγήσει στην Κάντιλαντ και στον ιδιοκτήτη της Κάλβιν Κάντι [Λεονάρντο Ντι Κάπριο]. Ο ιδιόρρυθμος Νότιος "ευγενής" (και "φρενολόγος", όπως ισχυρίζεται) Κάντι βάζει σκλάβους να παλεύουν μεταξύ τους μέχρι θανάτου. Έχει μια προσωπική ημιπαρανοϊκή αίσθηση περί τιμής και δικαιοσύνης, ψευτοαριστοκρατικούς τρόπους, φρικτό γούστο, μια χήρα αδερφή - κάπως μπαγιάτικη εκδοχή της Νότιας αριστοκράτισσας καλλονής - και έναν πιστό γέρο σκλάβο - σχεδόν πατέρα, σύμβουλο και άγρυπνο Κέρβερο, φρουρό των συμφερόντων του - τον Στίβεν [Σάμιουελ Λ. Τζάκσον]. Σουλτς και Τζάνγκο καταστρώνουν ένα επικίνδυνο σχέδιο για να πάρουν την Μπρουμχίλντα. Θα μπορέσουν όμως να ξεφύγουν από την Κόλαση της Κάντιλαντ;


Ο Ταραντίνο αφηγείται την ιστορία του με καταπληκτικό τρόπο. Με οικονομία όπου χρειάζεται, με παρεκβάσεις που φωτίζουν τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών του και με ένα εντυπωσιακά ελεύθερο μοντάζ που παρακολουθεί τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του Τζάνγκο. Το στοιχείο που κυρίως αναδεικνύεται στον Τζάνγκο είναι η δύναμη της λογικής και των επιχειρημάτων. Ο φορέας της ευρωπαϊκής κουλτούρας, Σουλτς, οπλισμένος με τον λόγο του, μπορεί να μπει σε οποιοδήποτε άντρο σαδιστών εγκληματιών και να βγει αλώβητος χάρη στην ευφράδειά του. Τα όπλα είναι η τελευταία του καταφυγή. Ο απελεύθερος (freeman) Τζάνγκο θα μάθει από τον Γερμανό τη χρήση όχι μόνο των όπλων αλλά και της γλώσσας.


Ο Τζάνγκο έχει ως βασικό κίνητρό του την αγάπη του για τη γυναίκα του. Το χρήμα (και οι νόμιμοι φόνοι που διαπράττει) είναι για αυτόν το μέσο για να φθάσει στον σκοπό του: στην ανάκτηση της αγαπημένης του. Αναρωτιέται κανείς όμως ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους ο Σουλτς αποφασίζει να τον βοηθήσει. Αρκεί ως εξήγηση το γεγονός πως η Μπρουμχίλντα έχει γερμανικό όνομα και μιλάει γερμανικά (η ιδιοκτήτριά της ήταν Γερμανίδα) για να συγκινηθεί ο κυνηγός κεφαλών; Μήπως ήταν ο παραλληλισμός της ιστορίας των δύο σκλάβων με τον έρωτα της Μπρουμχίλντα και του Ζίγκφριντ στην γερμανική μυθολογία (όταν την αφηγείται στον Τζάνγκο, εκείνος κρέμεται απ' τα χείλη του); Όπως και να 'χει, το γεγονός είναι ότι οι δυο ήρωες αλληλοσυμπληρώνονται και εμπλουτίζουν ο ένας τον άλλον. Από την άλλη, έχουμε το δίδυμο Κάντι-Στίβεν που επίσης συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον, αλλά ως δυνάστες. Είναι λοιπόν πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η (ιδεολογική, θα έλεγα) μετατόπιση, από την κοινωνική θέση στην οποία ανήκουν, των δύο: του Σουλτς και του Στίβεν.


Πολλοί ενοχλήθηκαν από την υπερβολική χρήση του μειωτικού όρου nigger στην ταινία αλλά και για το ότι η ταινία ηρωοποιεί (βλέπουμε τη λατρεία στα μάτια των σκλάβων, προς το τέλος) τον επαναστατημένο Τζάνγκο ενώ αφήνει τους υπόλοιπους καταπιεσμένους στην άγνοια και στη μιζέρια τους. Ναι, μα ο Ταραντίνο δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μας μεταφέρει μια ιστορική πραγματικότητα [έτσι αποκαλούνταν οι μαύροι που, άλλωστε, δεν εξεγέρθηκαν ποτέ σε οργανωμένη μαζική κλίμακα]. Και το κάνει με πολύ καυστικό τρόπο: θυμηθείτε το όταν θα βλέπετε την "επέλαση" των Regulators, προκατόχων της Κου-Κλουξ-Κλαν, και τη γελοία συζήτησή τους για τις κουκούλες [εδώ υπάρχει αναφορά και στην ταινία του Κορμπούτσι, όπου οι άνδρες του Ταγματάρχη Τζάκσον φορούσαν κόκκινες κουκούλες]. Όσο για την υπερβολή στους σκοτωμούς, νομίζω ότι αποτελεί απλή στιλιστική επιλογή που θα ήταν αφέλεια να ερμηνευτεί ως αποδοχή της βίας. Άλλωστε, η κάμερα δεν προσηλώνεται ιδιαίτερα σε τίποτα που να προκαλεί σοκ στον θεατή.


Αναπάντεχα - για μένα - ο Ταραντίνο με τον Τζάνγκο: Ο Τιμωρός μάς δίνει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες της χρονιάς που πέρασε, σε ευθεία αντιπαράθεση με όλες εκείνες τις "πατριωτικές" παραγωγές που κυριάρχησαν στις αίθουσες και στα Όσκαρ. Πιστεύω πως αν τη δει κανείς χωρίς να είναι προκατειλημμένος, θα απολαύσει μια μεστή ταινία αντάξια του ονόματος του σκηνοθέτη.


[Δείτε τρέιλερ του Τζάνγκο: Ο Τιμωρός με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]





Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Χόμπιτ: Ένα αναπάντεχο ταξίδι [Πίτερ Τζάκσον, 2012]

Ο Νεοζηλανδός Πίτερ Τζάκσον είναι ένας αξιόλογος σκηνοθέτης που οι περισσότεροι γνωρίσαμε μέσα από την τριλογία Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών. Είχε καταφέρει εκεί να συνδυάσει το φανταστικό με το επικό, δίνοντάς μας μια απολαυστική μεταφορά του αριστουργήματος του Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν. Εδώ θα καταπιαστεί με το βιβλίο όπου είχε γεννηθεί ο μύθος της Μέσης Γης, το Χόμπιτ [πρώτη έκδοση: 1937 - Ο Άρχοντας κυκλοφόρησε σε τρεις συνέχειες το 1954-1955], αντιστρέφοντας τα δεδομένα, δηλαδή μετατρέποντας το προοίμιο σε prequel (= πρωθύστερη συνέχεια). Αρχικά η σκηνοθεσία είχε ανατεθεί στον Γκιγιέρμο ντελ Τόρο [Ο λαβύρινθος του Πάνα] αλλά εκείνος εγκατέλειψε, περιοριζόμενος σε μια συμμετοχή του στο σενάριο. Οι άλλες δύο συνέχειες του Χόμπιτ, The Desolation of Smaug και There and Back Again, προβλέπεται να κυκλοφορήσουν τον Δεκέμβριο του 2013 και τον Δεκέμβριο του 2014 αντίστοιχα.


Στο Χόμπιτ: Ένα αναπάντεχο ταξίδι [The Hobbit: An Unexpected Journey], ο Χόμπιτ Μπίλμπο Μπάγκινς (Ίαν Χολμ) σε προχωρημένη ηλικία μάς αφηγείται την απαρχή της ιστορίας. Στο σπίτι του στο Σάιρ, τη χώρα των Χόμπιτ (κάτι ανάμεσα σε νάνους και ανθρώπους, για όσους δεν γνωρίζουν το έργο του Τόλκιν), ο νεαρός Μπίλμπο (Μάρτιν Φρίμαν), τακτοποιημένος στη θαλπωρή της εργένικης ζωής του, θα δεχτεί την επίσκεψη του μάγου Γκάνταλφ (Ίαν ΜακΚέλεν) και στη συνέχεια μιας σαματατζίδικης παρέας νάνων με επικεφαλής τον Θόριν τον Δρύασπι (Ρίτσαρντ Άρμιτρατζ), εξόριστο βασιλιά του Μοναχικού Βουνού μετά την καταστροφή του Βασιλείου του Έρεμπορ από τον Δράκο Σμάουγκ (Νοσφιστή, στην ελληνική μετάφραση). Παρουσιάζοντας έναν χάρτη που δείχνει μια μυστική πόρτα από όπου οι νάνοι μπορούν να μπουν στο Μαγικό Βουνό για να το ανακαταλάβουν, ο Γκάνταλφ ζητάει από τον άναυδο Μπίλμπο να συμμετάσχει στην αποστολή ως "διαρρήκτης".


Αν το παιδί μέσα σας αρνείται να βγει στην επιφάνεια (αδυνατώ να πιστέψω πως δεν υπάρχει πια), ίσως το ονειρικό παραμύθι που στήνει (πάλι) ο Τζάκσον να σας φανεί αδιάφορο. Αν όμως, σαν παιδιά, αφεθείτε στη μαγεία της τρισδιάστατης (γυρισμένης σε 48 καρέ ανά δευτερόλεπτο αντί για τα στάνταρ 24) εικονογράφησης των περιπετειών της Μέσης Γης, θα ζήσετε μερικές απολαυστικές στιγμές συνοδεύοντας τη συντροφιά των νάνων, του Γκάνταλφ και του Μπίλμπο στην επικίνδυνη αποστολή τους. Όσοι έχετε διαβάσει το μυθιστόρημα, ακόμη καλύτερα. Άλλωστε, ακριβώς στις χώρες όπου το κοινό είναι εξοικειωμένο με τη λογοτεχνία του Τόλκιν έχουν και οι ταινίες τη μεγαλύτερη απήχηση.


Η σύγκριση με τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών είναι βέβαια αναπόφευκτη και μάλλον δεν αποβαίνει υπέρ της καινούργιας παραγωγής του Τζάκσον. Νομίζω ότι ο λόγος έγκειται κυρίως στην οικονομία της αφήγησης. Στο Χόμπιτ υπάρχουν σκηνές που νιώθεις ότι τραβούν σε μάκρος [πχ, η συνάντηση του Γκάνταλφ με την Γκαλάντριελ (Κέιτ Μπλάνσετ) και τον Σάρουμαν (Κρίστοφερ Λι) ή το επεισόδιο με το Γκόλουμ], ενώ κάπου κάπου το μοντάζ, όταν μερικές φορές χωρίζουν οι συνταξιδιώτες, πηγαινοέρχεται κόβοντας τον ρυθμό. Και φυσικά είναι προφανές ότι με λιγότερη επιείκεια αντιμετωπίζει κανείς μια συνέχεια πάνω στα ίδια μονοπάτια. Η αλήθεια είναι ότι - απ' όσο θυμάμαι τα βιβλία του Τόλκιν που διάβασα πολλά χρόνια πριν -  ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών δείχνει και μυθιστορηματικά πιο μεστός. Ωστόσο, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, θα έλεγα ότι ο Τζάκσον κάνει λάθος στην επιλογή του να γυρίσει ένα βιβλίο 300 περίπου σελίδων σε τριλογία χρονικής διάρκειας περίπου ίσης με τον Άρχοντα, ένα βιβλίο συνολικά πάνω από 1100 σελίδες. Υποψιάζομαι ότι ο λόγος δεν είναι οι πραγματικές ανάγκες της κινηματογραφικής μεταφοράς του μυθιστορήματος...



Χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω την προσπάθεια του Τζάκσον αλλά και τη δική μου απόλαυση του μεγαλύτερου μέρους της ταινίας [η τελική σεκάνς, για παράδειγμα, ήταν καθηλωτική], πιστεύω ότι μια πιο "συμμαζεμένη" (και χρονικά) εκδοχή θα ασκούσε περισσότερη σαγήνη στον θεατή. Παρά τις θετικές κριτικές και την εισπρακτική επιτυχία του Αναπάντεχου ταξιδιού, φοβάμαι πως οι επόμενες συνέχειες, που προσωπικά θα αναμένω με αγωνία, δύσκολα θα προσελκύσουν ένα εξίσου μεγάλο κοινό. Οψόμεθα.


[Δείτε τρέιλερ του Χόμπιτ: Ένα αναπάντεχο ταξίδι με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]


Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι [Γιάννης Σμαραγδής, 2012]

Δυστυχώς, μου είναι πια δύσκολο να παρακολουθήσω τη σύγχρονη ελληνική κινηματογραφική παραγωγή. Οι δυνατότητές μου να δω ταινία σε κινηματογραφική αίθουσα είναι πλέον δραματικά περιορισμένες. Και το διαδίκτυο δεν βρίθει από ελληνικές παραγωγές. Το μόνο που μου μένει είναι να διαβάζω κριτικές και να ενημερώνομαι ειδησεογραφικά - με την ελπίδα ότι κάποτε θα καταφέρω να ξανακερδίσω τα χαμένα χρόνια. Πριν από λίγο διάβαζα, λοιπόν, τα παράπονα της Προέδρου της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, Κατερίνας Ευαγγελάκου, (κατά την απονομή των φετινών βραβείων) για την αδιαφορία της Πολιτείας. [Αυτό το τελευταίο δεν είναι βέβαια είδηση - σε άλλο ιστολόγιο έχουμε αναφερθεί ξανά στο Υπουργείο Πολιτισμού και στην κατάργηση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.] Κρίμα, γιατί για λίγο - με κάποια βραβεία, επιτυχημένες συμμετοχές σε διεθνή φεστιβάλ, κλπ - είχε δοθεί η εντύπωση ότι ερχόταν μια άνοιξη... Αλλά βέβαια ο κινηματογράφος είναι τέχνη που εκτός από ταλέντο χρειάζεται χρήματα και αυτά δεν περισσεύουν πλέον - είναι προφανές πως για τους κρατούντες προέχουν άλλα πράγματα [π.χ. η σωτηρία των τραπεζιτών, συγγνώμη - του "τραπεζικού συστήματος"] και όχι ο πολιτισμός.


Ο Γιάννης Σμαραγδής δεν δείχνει να έχει πρόβλημα να βρει χρηματοδότηση για τις ταινίες του. Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι κόστισε 8 εκ. ευρώ, τη στιγμή που τα χρήματα που το κράτος επενδύει ετησίως συνολικά σε ελληνικές ταινίες είναι περίπου 3,5 εκ.. [Και πάλι βέβαια δεν υπάρχει καμιά σχέση με παραγωγές του Χόλιγουντ: η ταινία εποχής Λίνκολν του Σπίλμπεργκ κόστισε 6 φορές περισσότερο.] Πιθανότατα, έπαιξαν ρόλο και κάποιες ρωσικές χρηματοδοτήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν μια διεθνής παραγωγή με διεθνές καστ και φιλοδοξίες για διεθνή καριέρα που δεν γνωρίζω κατά πόσο ευοδώθηκαν. Η ιδέα της βιογράφησης μιας προσωπικότητας σαν του Ιωάννη Βαρβάκη σίγουρα προσφέρεται για κάτι τέτοιο, αλλά μένει να διερευνηθεί κατά πόσο πέτυχε ο Σμαραγδής στην προσπάθειά του.


Ο Ιωάννης Βαρβάκης (Σεμπάστιαν Κοχ) γεννήθηκε στα Ψαρά το 1745 ή 1750. Ξεκίνησε ως καραβοκύρης και πειρατής. Πήρε μέρος στα Ορλωφικά (1770) και φυλακίστηκε από τους Τούρκους. Δραπέτευσε και περπάτησε μέχρι την Αγία Πετρούπολη, όπου κατάφερε να γίνει δεκτός από την Αικατερίνη τη Μεγάλη (Κατρίν Ντενέβ), η οποία προς αναγνώριση των υπηρεσιών του τού παραχώρησε δικαιώματα αλιείας και εμπορίου στην Κασπία. Εκεί ο Βαρβάκης, με τη βοήθεια του Θεού (Λάκης Λαζόπουλος), ανακαλύπτει το χαβιάρι και τον τρόπο να το μεταφέρει στην Ευρώπη (σε κιβώτια από ξύλο φλαμουριάς). Πλούσιος πια, προσπαθεί να βοηθήσει την προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης με διάφορους τρόπους. Μετά από διάφορες απογοητεύσεις στην προσωπική του ζωή, αποφασίζει να συμμετάσχει ενεργά στην Επανάσταση και το 1825 κατεβαίνει στην Ελλάδα. Πέφτει θύμα των διάφορων συμφερόντων και συνωμοσιών και στέλνεται κρατούμενος στο λοιμοκαθαρτήριο της υπό Αγγλική κυριαρχία Ζακύνθου.


Η ιστορία εξελίσσεται ανάδρομα, μέσα από τις αφηγήσεις του μέλους της Φιλικής Εταιρείας Λεφεντάριου (Χουάν Ντιέγκο Μπότο) στον Άγγλο τοποτηρητή (;) της Ζακύνθου (Τζον Κλιζ), αλλά και του Ιβάν (Εβγκένι Στίτσκιν), πιστού φίλου και κατά καιρούς υπηρέτη του Βαρβάκη, σε μια ομάδα παιδιών. Οι αφηγήσεις μπλέκονται με ενδιαφέροντα τρόπο με τα δρώμενα, αλλά μερικές φορές νιώθεις μια αμηχανία στο προχώρημα της πλοκής. Ο χαρακτήρας του κεντρικού ήρωα παραμένει χωρίς βάθος. Δεν καταλαβαίνουμε τα κίνητρά του: ούτε στις σχέσεις του με τη σύζυγό του, ούτε στις επιλογές που κάνει για τον γιο του, ούτε στην απόφασή του να πάρει - στα 70τόσα του! - προσωπικά μέρος στην Επανάσταση. Όπως αδιευκρίνιστη είναι και η στόχευση της σκηνοθεσίας. Επιδιώκει να φωτίσει την προσωπικότητα του Βαρβάκη; Να υμνήσει το ελληνικό δαιμόνιο; Να περιγράψει τις πλεκτάνες των Μεγάλων Δυνάμεων και των εκπροσώπων τους στη γέννεση του Ελληνικού Κράτους; Πιθανόν, όλα αυτά μαζί κι ακόμη παραπάνω. Αλλά ένα τόσο φιλόδοξο σχέδιο θα χρειαζόταν στιβαρότερη σκηνοθεσία (και ίσως περισσότερα κεφάλαια). Εδώ επικρατούν φυγόκεντρες τάσεις που αφήνουν το συνολικό αποτέλεσμα μετέωρο. Επιπλέον, οι καθόλου εύηχες εκφορές της αγγλικής γλώσσας υπονομεύουν την αληθοφάνεια - από πού δικαιολογείται αυτή η επιλογή; για να μη διαβάζουν υπότιτλους οι Αμερικανοί, οι Εγγλέζοι, κλπ; Τέλος, παρά τα γενικά προσεγμένα σκηνικά, μερικές φορές - ιδίως στο εσωτερικό του σπιτιού του Βαρβάκη - αναρωτιόμουν αν πράγματι ήταν τόσο κιτς οι διακοσμήσεις των σπιτιών των πλούσιων εμπόρων της διασποράς.


Η απόπειρα του Σμαραγδή για μια επική ταινία δεν είχε κατά τη γνώμη μου τα αναμενόμενα από τον σκηνοθέτη αποτελέσματα. Χωρίς να στερείται ενδιαφέροντος, σε αφήνει τελικά ανικανοποίητο, με μια αίσθηση ότι θα έπρεπε να έχεις δει κάτι ακόμη. Ίσως Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι να μείνει κυρίως στη μνήμη μας για τις εκπληκτικά δελεαστικές εικόνες του μαύρου χαβιαριού της Κασπίας, που κάποιοι από μας δεν θα δοκιμάσουν ποτέ.

[Δείτε τρέιλερ του Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι από το YouTube]


Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Το κυνήγι [Jagten - Τόμας Βίντερμπεργκ, 2012]

Γνωρίσαμε τον Δανό Τόμας Βίντερμπεργκ με την καταπληκτική Οικογενειακή Γιορτή [1998], την οποία γύρισε πριν καν κλείσει τα τριάντα του. Ήταν η πρώτη ταινία του Δόγματος 95 και σήμερα θεωρείται πρωτοποριακή για την εποχή της κυρίως γιατί χρησιμοποιήθηκαν ελαφριές φορητές κάμερες που έδωσαν τη δυνατότητα στον Διευθυντή Φωτογραφίας Άντονι Ντοντ Μαντλ να βγάλει ένα ιδιαίτερο αισθητικό αποτέλεσμα και μια μοναδική αμεσότητα. Από τότε δεν είχε καταφέρει να ξαναέρθει στο προσκήνιο, σκηνοθετώντας ενδιαφέρουσες ταινίες, όπως το Όλα για την αγάπη [2003], Dear Wendy [2004] και πιο πρόσφατα το Submarino [2010], που όμως δεν άγγιξαν το πλατύ κοινό. Στο Κυνήγι, ανατέμνει για άλλη μια φορά την Δανέζικη κοινωνία, με μοναδικό τρόπο και χωρίς αναισθητικό, δείχνοντας τι μπορεί να κρύβεται κάτω από μια επίπλαστη κοινωνική γαλήνη.


Ο Λούκας (Μαντς Μίκελσεν) είναι νηπιαγωγός σε μια μικρή δανέζικη πόλη. Μοιάζει να απολαμβάνει τη δουλειά του ενώ και τα μικρά παιδιά είναι ενθουσιασμένα μαζί του. Χωρισμένος, προσπαθεί να εξασφαλίσει την επιμέλεια του έφηβου γιου του. Παρακολουθούμε την καθημερινότητά του: τα χοντρά αστεία και το κυνήγι με την αντροπαρέα των φίλων του, τη σχέση του με τη Νάντια (Αλεξάντρα Ράπαπορτ), τη νεαρή μετανάστρια που εργάζεται στην κουζίνα του νηπιαγωγείου, τις βόλτες του με τη σκυλίτσα του, τη Φάνι, και τη μικρή Κλάρα, την κόρη του καλύτερού του φίλου. Αυτή ακριβώς, μετά από μια σκηνή όπου προσπαθεί να φιλήσει τον Λούκας στο στόμα και εκείνος της παρατηρεί ότι κάτι τέτοιο είναι μόνο "για τη μαμά και τον μπαμπά", θα μιλήσει στη διευθύντρια του νηπιαγωγείου, λέγοντάς της ότι είδε τα γεννητικά όργανα του Λούκας, υπονοώντας ότι πιθανόν να υπήρξε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης. Από κει και πέρα, όλα και όλοι στρέφονται εναντίον του χωρίς καν οι περισσότεροι να του ζητήσουν να τους πει τη δική του εκδοχή. Ακόμη και όταν η αστυνομία τον απαλλάσσει από τις κατηγορίες, η μικρή πόλη τον έχει καταδικάσει σε κοινωνικό αποκλεισμό. Από κυνηγός (δηλαδή, αξιοσέβαστο μέλος της κοινότητας) έχει γίνει πια θήραμα (απόβλητος).


Χωρίς τους πρωτοποριακούς τεχνικούς πειραματισμούς της Οικογενειακής Γιορτής αλλά με την ίδια πειστικότητα, το Κυνήγι μάς δείχνει τον τρόπο με τον οποίο μια μικρή κοινότητα εξοστρακίζει αυτούς που θεωρεί "μιάσματα". Πιστεύοντας ότι ένα παιδί δεν μπορεί να λέει ψέματα, όλος σχεδόν ο πληθυσμός της μικρής πόλης τάσσεται έμπρακτα εναντίον του Λούκας. Ακόμη και όταν η μικρή Κλάρα τολμά αργότερα να διαψεύσει αυτά που είπε, δεν γίνεται πιστευτή μια και θεωρείται "φυσικό" να "αρνείται" αυτό που συνέβη. Απόλυτο αδιέξοδο για έναν αθώο άνθρωπο. Ο Βίντερμπεργκ σκηνοθετεί με ένταση και τραγικότητα εστιάζοντας στα κεντρικά πρόσωπα του δράματος και κυρίως στον Μίκελσεν, που κέρδισε για τον συγκεκριμένο ρόλο το Βραβείο Ηθοποιίας στις Κάνες.



Ιδιαίτερα όσοι από εμάς έχουμε εμπειρία στη διδασκαλία νέων παιδιών μπορούμε σχετικά εύκολα να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση του Λούκας και να νιώσουμε τις λεπτές ισορροπίες που πρέπει να κρατάει κανείς στην εκδήλωση της αγάπης για τους μαθητές του. Ο στιγματισμός ελλοχεύει ακόμη και για τους πλέον αθώους [η ταινία θα μπορούσε να γινόταν ακόμη πιο ενδιαφέρουσα αν ο Λούκας ήταν λίγο πιο αμφιλεγόμενος]. Οι σκηνές του τέλους δείχνουν πως πιθανόν για τον ήρωα, αλλά και τον νεαρό γιο του, η ζωή δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδια. Το κυνήγι των μαγισσών μπορεί να ξαναρχίσει οποιαδήποτε στιγμή, ίσως γιατί οι κοινωνίες το έχουν ανάγκη για να επιβεβαιώνουν τη (φαινομενική) συνοχή τους. Ο Βίντερμπεργκ για άλλη μια φορά μάς προβληματίζει και μας καθηλώνει.

[Δείτε τρέιλερ του Κυνηγιού με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]