Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Το μπάσκετ στον κινηματογράφο

Οι Αμερικανοί θεωρούν το μπάσκετ "δικό τους" παιχνίδι και είναι λογικό η κινηματογραφική τους βιομηχανία να ασχολείται κατά κόρον με αυτό. [Όσο κι αν έψαξα, ευρωπαϊκή ταινία για το μπάσκετ δεν βρήκα.] Τα αγαπημένα θέματα των Αμερικανών είναι το κολεγιακό μπάσκετ, τα φυλετικά προβλήματα στον χώρο του μπάσκετ, το άθλημα ως διέξοδος από τη μιζέρια και τα ναρκωτικά, ο προπονητής και οι προσπάθειές του να πειθαρχήσει ένα ανομοιογενές σύνολο.

Εμείς οι Έλληνες αγαπήσαμε το μπάσκετ με τον Νίκο Γκάλη και τους υπόλοιπους μεγάλους του θριάμβου του Ευρωπαϊκού του 1987. Το άθλημα έβγαλε ρίζες βαθιές στη χώρα μας και ήρθαν και οι υπόλοιπες μεγάλες επιτυχίες. Αυτό όμως που καμαρώνω περισσότερο είναι όλα εκείνα τα παιδιά που βγάζουν το ερασιτεχνικό τους ταλέντο και πάθος κάτω από τις μπασκέτες από τις οποίες είναι γεμάτη πια η Ελλάδα. Εκεί γεννήθηκε και η δική μου ιδέα γι' αυτό το σύντομο αφιέρωμα.


Όλες οι ταινίες κυκλοφορούν είτε σε βιντεοκλάμπ είτε στο διαδίκτυο - και με ελληνικούς υπότιτλους, αν και όχι πάντα κατανοητούς. Αν είναι να τις δείτε με τα παιδιά σας, ελέγξτε εάν είναι κατάλληλες - κάποιες έχουν αρκετά σκληρές σκηνές. Για πληροφορίες σχετικά με το πώς κατεβάζουμε ταινίες από το διαδίκτυο δείτε το αντίστοιχο άρθρο μας.


Ο δρόμος προς τη δόξα [Glory Road - Τζέιμς Γκάρτνερ, 2006]


Ο πρώην προπονητής γυναικείας ομάδας μπάσκετ (λευκός) Ντον Χάσκινς (Τζος Λούκας) αναλαμβάνει μια κολεγιακή ομάδα στο Ελ Πάσο του Τέξας. Όταν στην ομάδα οι μαύροι πλειοψηφούν, αρχίζουν οι πρώτες ρατσιστικές αντιδράσεις. Ο Χάσκινς απαντά κατεβάζοντας μια ομάδα που αποτελείται μόνο από μαύρους. Η ταινία αναπαριστά πραγματικά περιστατικά και, όπως είναι φυσικό, προκάλεσε έντονες συζητήσεις και διαμάχες.

Οι αχτύπητοι [Blue Chips - Γουίλιαμ Φρίντκιν, 1994]


Ο Πιτ Μπελ (Νικ Νόλτε) προπονεί μια κολεγιακή ομάδα που πάει από το κακό στο χειρότερο. Μπαίνει στο δίλημμα αν θα πρέπει να χρησιμοποιήσει "δώρα" για να προσελκύσει στην ομάδα αξιόλογους παίκτες - κάτι που δεν επιτρέπεται. Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Σακίλ Ο'Νιλ ενώ συμμετέχουν σε μικρότερους ρόλους πολλοί γνωστοί αστέρες του ΝΒΑ.

Οι λευκοί δεν μπορούν να πηδήξουν [White Men Can't Jump - Ρον Σέλτον, 1992]


Ο μαύρος Σίντνεϊ (Γουέσλι Σνάιπς) και ο λευκός Μπίλι (Γούντι Χάρελσον) έρχονται αντιμέτωποι σε έναν αγώνα μπάσκετ σε μια γειτονιά του Λος Άντζελες. Ο Μπίλι αποδεικνύεται πολύ καλύτερος από όσο θα περίμενε κανείς από έναν λευκό. Ωστόσο, τα πράγματα περιπλέκονται, όταν γίνεται γνωστό ότι ποντάρει στην υποτίμησή του εκ μέρους των μαύρων για να κερδίζει στοιχήματα και ο Σίντνεϊ τού προτείνει να συνεργαστούν.

Πάθος για το μπάσκετ [Hoosiers - David Anspaugh, 1986]


Ο Νόρμαν Ντέιλ (Τζιν Χάκμαν) έρχεται σε μια μικρή πόλη της Ιντιάνα για να προπονήσει την ομάδα του γυμνασίου της. Από την πρώτη στιγμή θα έρθει σε σύγκρουση με τους κατοίκους, που υπεραγαπούν την ομάδα και θέλουν να έχουν λόγο στις προπονητικές επιλογές. Ο Ντέιλ δεν ανέχεται τις έξωθεν επεμβάσεις και ακολουθεί το δικό του αυστηρό πρόγραμμα για να "δέσει" την ομάδα. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτή η ομάδα κόντρα σε τόσες αντιξοότητες; Το Πάθος για το μπάσκετ ξεπερνά τα όρια μιας απλής μπασκετικής ταινίας, κυρίως λόγω της δυναμικής που της δίνουν οι συγκρούσεις των χαρακτήρων. Συμπρωταγωνιστούν η Μπάρμπαρα Χέρσεϊ και ο Ντένις Χόπερ [κέρδισε Όσκαρ β' ανδρικού ρόλου].

Παιχνίδι έρωτα και μπάσκετ [Love and Basketball - Gina Prince-Bythewood, 2000]


Χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, όπως οι αγώνες μπάσκετ, το φιλμ μιλάει για την αγάπη για το μπάσκετ δύο νεαρών μαύρων, της Μόνικας (Σάνα Λέιθαν) και του Κουίνσι (Ομάρ Επς), αλλά και τον δύσκολο έρωτα που αναπτύσσεται ανάμεσα στα δύο γειτονόπουλα ήδη από τα 11 τους χρόνια. Το μπάσκετ θα τους ενώνει αλλά και θα τους χωρίζει σε όλη τη διαδρομή τους μέσα από το πανεπιστήμιο και στα μετέπειτα χρόνια. Πόσο θα αντέξουν οι δυο τους έρωτες;

Above the Rim [Τζεφ Πόλακ, 1994]


Ο Κάιλ (Ντουέιν Μάρτιν) είναι ένας πολλά υποσχόμενος νεαρός μπασκετμπολίστας στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης που διεκδικεί μια αθλητική υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Τζόρτζταουν της Ουάσιγκτον. Θα διχαστεί ανάμεσα στη συμπάθειά του προς τον παιδικό φίλο και νυν έμπορο ναρκωτικών Μπέρντι (Τουπάκ Σακούρ) και τον Σεπ (Λίον Ρόμπινσον), πρώην παίκτη που αναλαμβάνει να προπονήσει την τοπική ομάδα στην οποία παίζει ο Κάιλ. Πού θα οδηγηθεί η σύγκρουση αυτών των δύο, που έχουν περισσότερα κοινά από ό,τι αρχικά φαίνεται;

Coach Carter [Τόμας Κάρτερ, 2005]


Ο επιτυχημένος ιδιοκτήτης καταστήματος αθλητικών ειδών Κεν Κάρτερ (Σάμιουελ Λ. Τζάκσον) αναλαμβάνει τη γυμνασιακή ομάδα του Ρίτσμοντ της Καλιφόρνιας, στην οποία έπαιζε κάποτε και ο ίδιος. Ο Κάρτερ έρχεται αντιμέτωπος με μια εντελώς απειθάρχητη ομάδα. Ζητάει από τους παίκτες του να υπογράψουν συμβόλαιο τιμής σε σχέση με τη συμπεριφορά τους. Η ομάδα αρχίζει να έχει αγωνιστικές επιτυχίες. Ωστόσο, όταν ο Κάρτερ μαθαίνει ότι παραμελούν τα μαθήματά τους, αποφασίζει να πάρει πιο δραστικά μέτρα.

Man to Man [He Got Game - Spike Lee, 1998]


Η σύγκρουση γιου και πατέρα είναι το κεντρικό θέμα της ταινίας του πολύ γνωστού μαύρου σκηνοθέτη Σπάικ Λι. Ο Τζέικ (Ντένζελ Ουάσιγκτον) είναι στη φυλακή επειδή σκότωσε κατά λάθος τη γυναίκα του όταν ο γιος του, ο Τζίσους, ήταν 12 χρονών. Τώρα, ο Τζίσους (Ρέι Άλεν, γνωστός αστέρας του ΝΒΑ) έχει γίνει ένας από τους πιο περιζήτητους νεαρούς παίκτες για τις επιλογές των αμερικανικών πανεπιστημίων. Ο διευθυντής της φυλακής προτείνει στον Τζέικ να μειώσει δραστικά την ποινή του αν καταφέρει να επηρεάσει τον Τζίσους στην επιλογή πανεπιστημιακής ομάδας. Εκείνος δέχεται, όμως οι σχέσεις πατέρα-γιου κάθε άλλο παρά καλές είναι.
[Δείτε εδώ ολόκληρη την ταινία στο YouTube, χωρίς υπότιτλους]


Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Το μερίδιο των αγγέλων [The Angels' Share - Κεν Λόουτς, 2012]

Το σινεμά του Κεν Λόουτς δεν υπέκυψε ποτέ στο Χόλιγουντ. Από πολλούς τού δίνεται η (υποτιμητική) ταμπέλα του "σοσιαλιστικού ρεαλισμού", αλλά φαντάζομαι αυτό είναι ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσει ένας αριστερών πεποιθήσεων κινηματογραφιστής που δεν έχει καμιά διάθεση να μείνει σιωπηλός απέναντι σε αυτά που βλέπει γύρω του. Σε έναν κόσμο όπου η (ιδεολογική) κυριαρχία των δυνάμεων της αγοράς - με ό,τι αυτό συνεπάγεται - θεωρείται πια δεδομένη και αυτονόητη, ο Λόουτς γυρίζει ταινίες για τον Ισπανικό Εμφύλιο, την Νικαραγουανή επανάσταση, τον Ιρλανδέζικο αγώνα για την ανεξαρτησία από τους Εγγλέζους, και την καθημερινή ζωή μεταναστών, ανέργων και άλλων περιθωριακών στη Γλασκόβη και σε άλλες πόλεις της Βρετανίας. Πάντα παράδοξα ρομαντικός και αισιόδοξος [Ο Γκράμσι κάποτε μιλούσε για την απαισιοδοξία της γνώσης και την αισιοδοξία της βούλησης], ο Λόουτς μάς προσφέρει ταινίες που μιλάνε τόσο στο μυαλό όσο και στην καρδιά.



Στο Μερίδιο των Αγγέλων ο Λόουτς καταπιάνεται με μια ομάδα περιθωριακών στη Γλασκόβη που το Δικαστήριο καταδικάζει σε ποινές κοινωνικής εργασίας. Το κεντρικό πρόσωπο, ο Ρόμπι (Πολ Μπράνιγκαν), έχει διάφορες προηγούμενες μικροκαταδίκες, κυρίως, για βίαιη συμπεριφορά. Η σύντροφός του περιμένει παιδί και ο Ρόμπι αποφασίζει να αλλάξει τρόπο ζωής για χάρη του παιδιού του. Στην προσπάθεια αυτή θα βρει αρωγό τον Χάρι (Τζον Χένσοου), υπεύθυνο της κοινωνικής εργασίας εκ μέρους του Δήμου, ο οποίος θα πιστέψει στην ειλικρίνεια των προθέσεών του. Ο Χάρι θα τον ενθαρρύνει να ασχοληθεί με τα μυστικά της παραγωγής του ουίσκι, μια και συμπτωματικά διαπιστώνει ότι ο νεαρός έχει ιδιαίτερο ταλέντο στην όσφρηση και τη γεύση. Όμως το παρελθόν του Ρόμπι δεν θα τον αφήσει σε ησυχία. Ο μόνος τρόπος για να μείνει με τη σύντροφο και τον γιο του είναι να βγάλει χρήματα. Μαζί με τρεις ακόμη φίλους του από την κοινωνική εργασία θα προσπαθήσει να στήσει μια κομπίνα, εκμεταλλευόμενοι τις γνώσεις που έχει αποκτήσει για το ουίσκι και το ταλέντο του. Θα καταφέρει η άπειρη και γκαφατζίδικη παρέα να φέρει σε πέρας το παράτολμο εγχείρημα;



Για άλλη μια φορά, ο Λόουτς [δείτε εδώ τη φιλμογραφία του], με τη συνεργασία του συνήθη τα τελευταία χρόνια σεναριογράφου του, Πολ Λάβερτι, φτιάχνει μια ιστορία γεμάτη ανθρωπιά, χιούμορ και αισιοδοξία. Οι ηθοποιοί του - ερασιτέχνες στην πλειοψηφία τους - δείχνουν πολλές φορές να αυτοσχεδιάζουν, αλλά η στιβαρή σκηνοθεσία δεν στερεί την ταινία από την αληθοφάνειά της. [Κορυφαία σκηνή της ταινίας η συνεύρεση του Ρόμπι με το πρώην θύμα της βιαιότητάς του, που έχει χάσει μεταξύ άλλων και την όραση από το ένα μάτι, και με την οικογένειά του.] Η ηλιόλουστη (στην ταινία) Γλασκόβη, το Εδιμβούργο, αλλά και τα γύρω Χάιλαντς, είναι το πανέμορφο σκηνικό όπου οι ήρωες προσπαθούν να επιβιώσουν ανάμεσα σε εχθρικούς ανθρώπους. Διέξοδός τους τα αποστακτήρια του ουίσκι. Εκεί έρχονται σε επαφή με έναν καινούργιο γοητευτικό κόσμο, όπου η εργασία είναι χαρά και το προϊόν της απόλαυση. Η σκηνοθεσία δεν καταδικάζει τις πράξεις των τεσσάρων φίλων. Πουθενά το κίνητρό τους δεν φαίνεται να είναι η απληστία ή άλλο ποταπό συναίσθημα - αντίθετα, η γενναιοδωρία κυριαρχεί. Στο κάτω-κάτω, είναι άραγε έγκλημα να διεκδικείς (έστω και χωρίς νόμιμα μέσα) μια ελάχιστη θέση στον ήλιο σε έναν κόσμο που δίνει σε κάποιους το δικαίωμα να πληρώνουν 1,2 εκατομμύρια λίρες για ένα βαρελάκι (θεσπέσιο) μαλτ ουίσκι;


Αν θέλετε να χαμογελάσει η ψυχή σας μέχρι τα βάθη της, δείτε αυτή την απλή αλλά και συγκινητική ταινία. Ίσως νιώσετε αυτό το 2% από το ουίσκι που χάνεται για πάντα κατά την παλαίωση [αυτό είναι το "μερίδιο των αγγέλων" - να είναι όμως αυτό και το μερίδιο που δικαιούνται στη ζωή κάποιοι άλλοι "άγγελοι";] να έρχεται να μπαίνει μέσα σας χαρίζοντάς σας λίγη από τη χαρά των ουρανών.

[Τρέιλερ του Μερίδιου των αγγέλων με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]


Σάββατο 4 Μαΐου 2013

Ταινίες για το ποδόσφαιρο

Τώρα που η ποδοσφαιρική χρονιά τελειώνει και αναμένεται ένα ήρεμο καλοκαίρι, χωρίς παγκόσμια ή πανευρωπαϊκά κύπελλα, είναι ευκαιρία να ρίξουμε μια ματιά στις ταινίες (μυθοπλασίας) που έχουν ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο, Οι περισσότερες που βρίσκει κανείς, χωρίς να είναι κακές, δεν διεκδικούν δάφνες κινηματογραφικής ποιότητας. Ωστόσο, σε όσους αγαπούν τον "βασιλιά των σπορ" είμαι σίγουρος πως θα προσφέρουν μερικές απολαυστικές στιγμές.

Ο 12χρονος γιος μου κι εγώ ήδη ετοιμαζόμαστε για αξέχαστα ποδοσφαιρικά-κινηματογραφικά βράδια στην οθόνη της τηλεόρασής μας, μέσω του USB και του DVDplayer. Σ' αυτόν άλλωστε οφείλω την ιδέα του αφιερώματος αυτού.

Ας σημειωθεί ότι όλες οι ταινίες υπάρχουν στο διαδίκτυο. Κάποιες από αυτές μάλιστα μπορείτε να τις παρακολουθήσετε online στο YouTube χωρίς όμως ελληνικούς υπότιτλους. Ελληνικοί υπότιτλοι - ανεξάρτητα αρχεία - κυκλοφορούν κυρίως στο opensubtitles.org. Για το Κύπελλο και το Δύο ημιχρόνια στην κόλαση βρήκα μόνο αγγλικούς υπότιτλους, αλλά στο μέλλον θα ανεβούν πιθανότατα και ελληνικοί. Για το πώς κατεβάζουμε ταινίες από το διαδίκτυο, μπορείτε να συμβουλευτείτε το αντίστοιχο άρθρο μας.

Γκολ! [Goal! The Dream Begins - Ντάνι Κάνον, 2005]


Ο μικρός Σαντιάγο και η οικογένειά του περνάνε κρυφά τα σύνορα από το Μεξικό στις ΗΠΑ για να βρουν καλύτερη τύχη στο Λος Άντζελες. Στην εφηβεία του ο Σαντιάγο εξελίσσεται σε εξαιρετικό ποδοσφαιριστή. Η ευκαιρία για ανάδειξη τού δίνεται όταν τον βλέπει ένας πρώην ποδοσφαιριστής και τον φέρνει σε επαφή με την αγγλική Νιούκασλ Γιουνάιτεντ. Η ταινία γυρίστηκε σε συνεργασία με τη FIFA και γι' αυτό υπάρχουν πάρα πολλές πραγματικές φάσεις από αγώνες και αληθινοί ποδοσφαιριστές.

Γκολ! 2: Ζώντας το όνειρο [Goal II: Living the Dream - Jaume Collet-Serra, 2007]


Αφού καθιερώνεται στη Νιούκασλ, ο Σαντιάγο ετοιμάζεται για εκτίναξη της καριέρας του με μεταγραφή στη Ρεάλ Μαδρίτης. Στις αληθινές φάσεις της ταινίας εμφανίζεται ο Ζιντάν, ο Μπέκαμ και πολλοί άλλοι αστέρες του ποδοσφαίρου, ενώ υπάρχουν και στιγμιότυπα από αγώνα της Ρεάλ με τον Ολυμπιακό.

Δύο ημιχρόνια στην κόλαση [Két félidö a pokolban - Ζολτάν Φάμπρι, 1963]
Την άνοιξη του 1944, οι Ναζί θέλουν να οργανώσουν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα για να τιμήσουν τα γενέθλια του Χίτλερ. Προτείνουν σε έναν πολύ γνωστό Ούγγρο ποδοσφαιριστή να φτιάξει μια ομάδα από συμπατριώτες του για να αντιμετωπίσουν μία γερμανική ομάδα, απαιτώντας βέβαια να αποκλείσει οποιονδήποτε Εβραίο. Ο εξαιρετικός σκηνοθέτης οδηγεί την ταινία σε μία μοναδική δραματική κορύφωση.



Η μεγάλη απόδραση των 11 [Victory - Τζον Χιούστον, 1981]
Ταινία που στηρίχτηκε στην ίδια ιδέα με το Δύο ημιχρόνια στην κόλαση. Ο ιθύνων νους της ομάδας των συμμάχων στο στρατόπεδο των αιχμαλώτων πολέμου είναι πλέον ένας Βρετανός αξιωματικός (Μάικλ Κέιν). Εδώ ο στόχος της απόδρασης είναι πιο άμεσος. Στην ταινία συμμετέχουν δεκάδες γνωστοί ηθοποιοί αλλά και ποδοσφαιριστές (Πελέ, Μπόμπι Μουρ, Αρντίλες, Ντέινα, κ.α.).

Κάν' το όπως ο Μπέκαμ [Bend it Like Beckham - Γκουρίντερ Τσάντα, 2002]


Η Τζεσμίντερ, μια 18χρονη Βρετανίδα ινδικής καταγωγής, λατρεύει το ποδόσφαιρο, αλλά οι παραδοσιακοί γονείς της φρικιούν στην ιδέα να παίζει η κόρη τους σε ομάδα. Η νεαρή πάει κρυφά στην Γερμανία για να συμμετάσχει σε αγώνα και ξεκινάει μια φιλική σχέση με μια συμπαίκτριά της που θα της δώσει πολύτιμη βοήθεια. Παράλληλα, παρακολουθούμε τις προετοιμασίες για τον γάμο της αδερφής τής Τζες και τη σύγκρουση ανάμεσα στο καθήκον της απέναντι στην οικογένειά της και την κουλτούρα της, από τη μια, και την αγάπη της για το ποδόσφαιρο, από την άλλη.

Μπάλα για καταραμένους [The Damned United - Τομ Χούπερ, 2009]


Πρόκειται για την 44μερη θητεία του διάσημου Άγγλου προπονητή Μπράιαν Κλαφ στη Λιντς Γιουνάιτεντ το 1974 [μετά τη φοβερή καριέρα του στη Ντέρμπι - την οδήγησε για πρώτη φορά στην ιστορία της από τις χαμηλές κατηγορίες στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος - και πριν πάει στη Νότιγχαμ]. Ο Κλαφ απεχθάνεται το σκληρό παιχνίδι που έχει ενθαρρύνει ο προκάτοχός του και προσπαθεί να αλλάξει το στιλ της ομάδας. Θα έρθει αντιμέτωπος με πάρα πολλές αντιξοότητες μέσα και έξω από το γήπεδο.

Το κύπελλο [Phörpa - Khyentse Norbu, 1999]
Κωμωδία με δύο νεαρούς θιβετιανούς μοναχούς, που τρελαμένοι με το ποδόσφαιρο προσπαθούν απεγνωσμένα να εξασφαλίσουν μια τηλεόραση για να παρακολουθήσουν στο απομονωμένο μοναστήρι τους στα Ιμαλάια τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1998.

Fever Pitch [Ντέιβιντ Έβανς, 1997]
Βασισμένη σε ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Νικ Χόρνμπι (και πάνω σε δικό του σενάριο), η ταινία μάς αφηγείται τη σχέση πάθους ανάμεσα στον φιλόλογο καθηγητή Πολ (Κόλιν Φερθ) και την αγαπημένη του ομάδα, την Άρσεναλ. Τι θα συμβεί όταν ο Πολ θα ερωτευτεί τη συνάδελφό του Σάρα και τα αισθήματά του έρθουν σε σύγκρουση; Και όλα αυτά, ενώ παρακολουθούμε μια καταπληκτική χρονιά για την Άρσεναλ (1988-1989).


United [Τζέιμς Στρονγκ, 2011]
Η ιστορία των Μπέμπηδων (Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ) του Ματ Μπάσμπι, της νεανικότερης ομάδας που κέρδισε ποτέ το Πρωτάθλημα Αγγλίας (1957) και του τραγικού αεροπορικού δυστυχήματος στο Μόναχο, κατά την επιστροφή τους από το Βελιγράδι όπου είχαν κερδίσει τη συμμετοχή τους στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, που κόστισε τη ζωή οκτώ παικτών της. Η ταινία καταφέρνει να μεταδώσει στον θεατή κάτι από την ατμόσφαιρα των αποδυτηρίων και των προπονήσεων της θρυλικής εκείνης ομάδας - αποφεύγοντας όμως να δείξει σκηνές από αγώνα.



Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Τζάνγκο: Ο Τιμωρός [Django Unchained - Κουέντιν Ταραντίνο, 2012]

Δεν θα έλεγα ότι το κλίμα που έβλεπα να διαμορφώνεται απέναντι στην τελευταία ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο με ενέπνεε να την παρακολουθήσω. Δεξιά κι αριστερά άκουγα για αδικαιολόγητη επίδειξη βίας και για επανάληψη των εμμονών του σκηνοθέτη [ποιος σκηνοθέτης άραγε δεν έχει εμμονές;]. Με κρύα καρδιά ξεκίνησα να το βλέπω, αλλά ο Τζάνγκο: Ο Τιμωρός [αδυνατώ να καταλάβω γιατί οι διανομείς δεν μετέφεραν το όνομα στα ελληνικά] με καθήλωσε από τις πρώτες σκηνές. Έχοντας δει πριν από χρόνια τον Τζάνγκο [1966] του Σέρτζιο Κορμπούτσι, φοβόμουν πως ο Τιμωρός θα ήταν κάποια μορφή sequel. Καμιά σχέση. Πέρα από κάποιες γενικές ιδέες, αναφορές, τραγούδια [καταπληκτικές οι μουσικές επιλογές] και την παρουσία του τότε πρωταγωνιστή, του Φράνκο Νέρο, σε έναν μικρό ρόλο, το σενάριο είναι εντελώς πρωτότυπο. Αυτό που παρακολουθούμε εδώ είναι ένα συγκλονιστικό ξανακοίταγμα στο ιστορικό παρελθόν των Ηνωμένων Πολιτειών και στη Δουλεία. Και όσο κι αν αυτό ενόχλησε πολλούς - "λευκούς" και "μαύρους" [οι όροι δεν είναι πια "πολιτικά ορθοί"], για διαφορετικούς λόγους - κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Ταραντίνο το κάνει με ιδιαίτερα πειστικό τρόπο.


Δύο χρόνια πριν την έναρξη του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου, ο Δόκτωρ Κινγκ Σουλτς [Κρίστοφ Βαλτς], Γερμανός μετανάστης, πρώην οδοντίατρος και νυν κυνηγός επικηρυγμένων, ελευθερώνει τον σκλάβο Τζάνγκο [Τζέιμι Φοξ] για να τον βοηθήσει να αναγνωρίσει κάποιους καταζητούμενους. Οι δυο τους θα σχηματίσουν ένα ιδιότυπο ζευγάρι ανθρώπων του νόμου που θα καταφέρει να εξοντώσει επικερδώς όσους παράνομους βρεθούν στον δρόμο τους. Όμως, ο πλουτισμός δεν είναι αυτό που επιδιώκει ο Τζάνγκο. Ο σκοπός του είναι να βρει τη γυναίκα του, την Μπρουμχίλντα [Κέρι Γουάσινγκτον], που για τιμωρία πουλήθηκε χωριστά από αυτόν. Ο Σουλτς υπόσχεται να τον βοηθήσει. Η αναζήτησή τους θα τους οδηγήσει στην Κάντιλαντ και στον ιδιοκτήτη της Κάλβιν Κάντι [Λεονάρντο Ντι Κάπριο]. Ο ιδιόρρυθμος Νότιος "ευγενής" (και "φρενολόγος", όπως ισχυρίζεται) Κάντι βάζει σκλάβους να παλεύουν μεταξύ τους μέχρι θανάτου. Έχει μια προσωπική ημιπαρανοϊκή αίσθηση περί τιμής και δικαιοσύνης, ψευτοαριστοκρατικούς τρόπους, φρικτό γούστο, μια χήρα αδερφή - κάπως μπαγιάτικη εκδοχή της Νότιας αριστοκράτισσας καλλονής - και έναν πιστό γέρο σκλάβο - σχεδόν πατέρα, σύμβουλο και άγρυπνο Κέρβερο, φρουρό των συμφερόντων του - τον Στίβεν [Σάμιουελ Λ. Τζάκσον]. Σουλτς και Τζάνγκο καταστρώνουν ένα επικίνδυνο σχέδιο για να πάρουν την Μπρουμχίλντα. Θα μπορέσουν όμως να ξεφύγουν από την Κόλαση της Κάντιλαντ;


Ο Ταραντίνο αφηγείται την ιστορία του με καταπληκτικό τρόπο. Με οικονομία όπου χρειάζεται, με παρεκβάσεις που φωτίζουν τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών του και με ένα εντυπωσιακά ελεύθερο μοντάζ που παρακολουθεί τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του Τζάνγκο. Το στοιχείο που κυρίως αναδεικνύεται στον Τζάνγκο είναι η δύναμη της λογικής και των επιχειρημάτων. Ο φορέας της ευρωπαϊκής κουλτούρας, Σουλτς, οπλισμένος με τον λόγο του, μπορεί να μπει σε οποιοδήποτε άντρο σαδιστών εγκληματιών και να βγει αλώβητος χάρη στην ευφράδειά του. Τα όπλα είναι η τελευταία του καταφυγή. Ο απελεύθερος (freeman) Τζάνγκο θα μάθει από τον Γερμανό τη χρήση όχι μόνο των όπλων αλλά και της γλώσσας.


Ο Τζάνγκο έχει ως βασικό κίνητρό του την αγάπη του για τη γυναίκα του. Το χρήμα (και οι νόμιμοι φόνοι που διαπράττει) είναι για αυτόν το μέσο για να φθάσει στον σκοπό του: στην ανάκτηση της αγαπημένης του. Αναρωτιέται κανείς όμως ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους ο Σουλτς αποφασίζει να τον βοηθήσει. Αρκεί ως εξήγηση το γεγονός πως η Μπρουμχίλντα έχει γερμανικό όνομα και μιλάει γερμανικά (η ιδιοκτήτριά της ήταν Γερμανίδα) για να συγκινηθεί ο κυνηγός κεφαλών; Μήπως ήταν ο παραλληλισμός της ιστορίας των δύο σκλάβων με τον έρωτα της Μπρουμχίλντα και του Ζίγκφριντ στην γερμανική μυθολογία (όταν την αφηγείται στον Τζάνγκο, εκείνος κρέμεται απ' τα χείλη του); Όπως και να 'χει, το γεγονός είναι ότι οι δυο ήρωες αλληλοσυμπληρώνονται και εμπλουτίζουν ο ένας τον άλλον. Από την άλλη, έχουμε το δίδυμο Κάντι-Στίβεν που επίσης συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον, αλλά ως δυνάστες. Είναι λοιπόν πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η (ιδεολογική, θα έλεγα) μετατόπιση, από την κοινωνική θέση στην οποία ανήκουν, των δύο: του Σουλτς και του Στίβεν.


Πολλοί ενοχλήθηκαν από την υπερβολική χρήση του μειωτικού όρου nigger στην ταινία αλλά και για το ότι η ταινία ηρωοποιεί (βλέπουμε τη λατρεία στα μάτια των σκλάβων, προς το τέλος) τον επαναστατημένο Τζάνγκο ενώ αφήνει τους υπόλοιπους καταπιεσμένους στην άγνοια και στη μιζέρια τους. Ναι, μα ο Ταραντίνο δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μας μεταφέρει μια ιστορική πραγματικότητα [έτσι αποκαλούνταν οι μαύροι που, άλλωστε, δεν εξεγέρθηκαν ποτέ σε οργανωμένη μαζική κλίμακα]. Και το κάνει με πολύ καυστικό τρόπο: θυμηθείτε το όταν θα βλέπετε την "επέλαση" των Regulators, προκατόχων της Κου-Κλουξ-Κλαν, και τη γελοία συζήτησή τους για τις κουκούλες [εδώ υπάρχει αναφορά και στην ταινία του Κορμπούτσι, όπου οι άνδρες του Ταγματάρχη Τζάκσον φορούσαν κόκκινες κουκούλες]. Όσο για την υπερβολή στους σκοτωμούς, νομίζω ότι αποτελεί απλή στιλιστική επιλογή που θα ήταν αφέλεια να ερμηνευτεί ως αποδοχή της βίας. Άλλωστε, η κάμερα δεν προσηλώνεται ιδιαίτερα σε τίποτα που να προκαλεί σοκ στον θεατή.


Αναπάντεχα - για μένα - ο Ταραντίνο με τον Τζάνγκο: Ο Τιμωρός μάς δίνει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες της χρονιάς που πέρασε, σε ευθεία αντιπαράθεση με όλες εκείνες τις "πατριωτικές" παραγωγές που κυριάρχησαν στις αίθουσες και στα Όσκαρ. Πιστεύω πως αν τη δει κανείς χωρίς να είναι προκατειλημμένος, θα απολαύσει μια μεστή ταινία αντάξια του ονόματος του σκηνοθέτη.


[Δείτε τρέιλερ του Τζάνγκο: Ο Τιμωρός με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]





Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Χόμπιτ: Ένα αναπάντεχο ταξίδι [Πίτερ Τζάκσον, 2012]

Ο Νεοζηλανδός Πίτερ Τζάκσον είναι ένας αξιόλογος σκηνοθέτης που οι περισσότεροι γνωρίσαμε μέσα από την τριλογία Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών. Είχε καταφέρει εκεί να συνδυάσει το φανταστικό με το επικό, δίνοντάς μας μια απολαυστική μεταφορά του αριστουργήματος του Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν. Εδώ θα καταπιαστεί με το βιβλίο όπου είχε γεννηθεί ο μύθος της Μέσης Γης, το Χόμπιτ [πρώτη έκδοση: 1937 - Ο Άρχοντας κυκλοφόρησε σε τρεις συνέχειες το 1954-1955], αντιστρέφοντας τα δεδομένα, δηλαδή μετατρέποντας το προοίμιο σε prequel (= πρωθύστερη συνέχεια). Αρχικά η σκηνοθεσία είχε ανατεθεί στον Γκιγιέρμο ντελ Τόρο [Ο λαβύρινθος του Πάνα] αλλά εκείνος εγκατέλειψε, περιοριζόμενος σε μια συμμετοχή του στο σενάριο. Οι άλλες δύο συνέχειες του Χόμπιτ, The Desolation of Smaug και There and Back Again, προβλέπεται να κυκλοφορήσουν τον Δεκέμβριο του 2013 και τον Δεκέμβριο του 2014 αντίστοιχα.


Στο Χόμπιτ: Ένα αναπάντεχο ταξίδι [The Hobbit: An Unexpected Journey], ο Χόμπιτ Μπίλμπο Μπάγκινς (Ίαν Χολμ) σε προχωρημένη ηλικία μάς αφηγείται την απαρχή της ιστορίας. Στο σπίτι του στο Σάιρ, τη χώρα των Χόμπιτ (κάτι ανάμεσα σε νάνους και ανθρώπους, για όσους δεν γνωρίζουν το έργο του Τόλκιν), ο νεαρός Μπίλμπο (Μάρτιν Φρίμαν), τακτοποιημένος στη θαλπωρή της εργένικης ζωής του, θα δεχτεί την επίσκεψη του μάγου Γκάνταλφ (Ίαν ΜακΚέλεν) και στη συνέχεια μιας σαματατζίδικης παρέας νάνων με επικεφαλής τον Θόριν τον Δρύασπι (Ρίτσαρντ Άρμιτρατζ), εξόριστο βασιλιά του Μοναχικού Βουνού μετά την καταστροφή του Βασιλείου του Έρεμπορ από τον Δράκο Σμάουγκ (Νοσφιστή, στην ελληνική μετάφραση). Παρουσιάζοντας έναν χάρτη που δείχνει μια μυστική πόρτα από όπου οι νάνοι μπορούν να μπουν στο Μαγικό Βουνό για να το ανακαταλάβουν, ο Γκάνταλφ ζητάει από τον άναυδο Μπίλμπο να συμμετάσχει στην αποστολή ως "διαρρήκτης".


Αν το παιδί μέσα σας αρνείται να βγει στην επιφάνεια (αδυνατώ να πιστέψω πως δεν υπάρχει πια), ίσως το ονειρικό παραμύθι που στήνει (πάλι) ο Τζάκσον να σας φανεί αδιάφορο. Αν όμως, σαν παιδιά, αφεθείτε στη μαγεία της τρισδιάστατης (γυρισμένης σε 48 καρέ ανά δευτερόλεπτο αντί για τα στάνταρ 24) εικονογράφησης των περιπετειών της Μέσης Γης, θα ζήσετε μερικές απολαυστικές στιγμές συνοδεύοντας τη συντροφιά των νάνων, του Γκάνταλφ και του Μπίλμπο στην επικίνδυνη αποστολή τους. Όσοι έχετε διαβάσει το μυθιστόρημα, ακόμη καλύτερα. Άλλωστε, ακριβώς στις χώρες όπου το κοινό είναι εξοικειωμένο με τη λογοτεχνία του Τόλκιν έχουν και οι ταινίες τη μεγαλύτερη απήχηση.


Η σύγκριση με τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών είναι βέβαια αναπόφευκτη και μάλλον δεν αποβαίνει υπέρ της καινούργιας παραγωγής του Τζάκσον. Νομίζω ότι ο λόγος έγκειται κυρίως στην οικονομία της αφήγησης. Στο Χόμπιτ υπάρχουν σκηνές που νιώθεις ότι τραβούν σε μάκρος [πχ, η συνάντηση του Γκάνταλφ με την Γκαλάντριελ (Κέιτ Μπλάνσετ) και τον Σάρουμαν (Κρίστοφερ Λι) ή το επεισόδιο με το Γκόλουμ], ενώ κάπου κάπου το μοντάζ, όταν μερικές φορές χωρίζουν οι συνταξιδιώτες, πηγαινοέρχεται κόβοντας τον ρυθμό. Και φυσικά είναι προφανές ότι με λιγότερη επιείκεια αντιμετωπίζει κανείς μια συνέχεια πάνω στα ίδια μονοπάτια. Η αλήθεια είναι ότι - απ' όσο θυμάμαι τα βιβλία του Τόλκιν που διάβασα πολλά χρόνια πριν -  ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών δείχνει και μυθιστορηματικά πιο μεστός. Ωστόσο, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, θα έλεγα ότι ο Τζάκσον κάνει λάθος στην επιλογή του να γυρίσει ένα βιβλίο 300 περίπου σελίδων σε τριλογία χρονικής διάρκειας περίπου ίσης με τον Άρχοντα, ένα βιβλίο συνολικά πάνω από 1100 σελίδες. Υποψιάζομαι ότι ο λόγος δεν είναι οι πραγματικές ανάγκες της κινηματογραφικής μεταφοράς του μυθιστορήματος...



Χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω την προσπάθεια του Τζάκσον αλλά και τη δική μου απόλαυση του μεγαλύτερου μέρους της ταινίας [η τελική σεκάνς, για παράδειγμα, ήταν καθηλωτική], πιστεύω ότι μια πιο "συμμαζεμένη" (και χρονικά) εκδοχή θα ασκούσε περισσότερη σαγήνη στον θεατή. Παρά τις θετικές κριτικές και την εισπρακτική επιτυχία του Αναπάντεχου ταξιδιού, φοβάμαι πως οι επόμενες συνέχειες, που προσωπικά θα αναμένω με αγωνία, δύσκολα θα προσελκύσουν ένα εξίσου μεγάλο κοινό. Οψόμεθα.


[Δείτε τρέιλερ του Χόμπιτ: Ένα αναπάντεχο ταξίδι με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]


Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι [Γιάννης Σμαραγδής, 2012]

Δυστυχώς, μου είναι πια δύσκολο να παρακολουθήσω τη σύγχρονη ελληνική κινηματογραφική παραγωγή. Οι δυνατότητές μου να δω ταινία σε κινηματογραφική αίθουσα είναι πλέον δραματικά περιορισμένες. Και το διαδίκτυο δεν βρίθει από ελληνικές παραγωγές. Το μόνο που μου μένει είναι να διαβάζω κριτικές και να ενημερώνομαι ειδησεογραφικά - με την ελπίδα ότι κάποτε θα καταφέρω να ξανακερδίσω τα χαμένα χρόνια. Πριν από λίγο διάβαζα, λοιπόν, τα παράπονα της Προέδρου της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, Κατερίνας Ευαγγελάκου, (κατά την απονομή των φετινών βραβείων) για την αδιαφορία της Πολιτείας. [Αυτό το τελευταίο δεν είναι βέβαια είδηση - σε άλλο ιστολόγιο έχουμε αναφερθεί ξανά στο Υπουργείο Πολιτισμού και στην κατάργηση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.] Κρίμα, γιατί για λίγο - με κάποια βραβεία, επιτυχημένες συμμετοχές σε διεθνή φεστιβάλ, κλπ - είχε δοθεί η εντύπωση ότι ερχόταν μια άνοιξη... Αλλά βέβαια ο κινηματογράφος είναι τέχνη που εκτός από ταλέντο χρειάζεται χρήματα και αυτά δεν περισσεύουν πλέον - είναι προφανές πως για τους κρατούντες προέχουν άλλα πράγματα [π.χ. η σωτηρία των τραπεζιτών, συγγνώμη - του "τραπεζικού συστήματος"] και όχι ο πολιτισμός.


Ο Γιάννης Σμαραγδής δεν δείχνει να έχει πρόβλημα να βρει χρηματοδότηση για τις ταινίες του. Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι κόστισε 8 εκ. ευρώ, τη στιγμή που τα χρήματα που το κράτος επενδύει ετησίως συνολικά σε ελληνικές ταινίες είναι περίπου 3,5 εκ.. [Και πάλι βέβαια δεν υπάρχει καμιά σχέση με παραγωγές του Χόλιγουντ: η ταινία εποχής Λίνκολν του Σπίλμπεργκ κόστισε 6 φορές περισσότερο.] Πιθανότατα, έπαιξαν ρόλο και κάποιες ρωσικές χρηματοδοτήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν μια διεθνής παραγωγή με διεθνές καστ και φιλοδοξίες για διεθνή καριέρα που δεν γνωρίζω κατά πόσο ευοδώθηκαν. Η ιδέα της βιογράφησης μιας προσωπικότητας σαν του Ιωάννη Βαρβάκη σίγουρα προσφέρεται για κάτι τέτοιο, αλλά μένει να διερευνηθεί κατά πόσο πέτυχε ο Σμαραγδής στην προσπάθειά του.


Ο Ιωάννης Βαρβάκης (Σεμπάστιαν Κοχ) γεννήθηκε στα Ψαρά το 1745 ή 1750. Ξεκίνησε ως καραβοκύρης και πειρατής. Πήρε μέρος στα Ορλωφικά (1770) και φυλακίστηκε από τους Τούρκους. Δραπέτευσε και περπάτησε μέχρι την Αγία Πετρούπολη, όπου κατάφερε να γίνει δεκτός από την Αικατερίνη τη Μεγάλη (Κατρίν Ντενέβ), η οποία προς αναγνώριση των υπηρεσιών του τού παραχώρησε δικαιώματα αλιείας και εμπορίου στην Κασπία. Εκεί ο Βαρβάκης, με τη βοήθεια του Θεού (Λάκης Λαζόπουλος), ανακαλύπτει το χαβιάρι και τον τρόπο να το μεταφέρει στην Ευρώπη (σε κιβώτια από ξύλο φλαμουριάς). Πλούσιος πια, προσπαθεί να βοηθήσει την προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης με διάφορους τρόπους. Μετά από διάφορες απογοητεύσεις στην προσωπική του ζωή, αποφασίζει να συμμετάσχει ενεργά στην Επανάσταση και το 1825 κατεβαίνει στην Ελλάδα. Πέφτει θύμα των διάφορων συμφερόντων και συνωμοσιών και στέλνεται κρατούμενος στο λοιμοκαθαρτήριο της υπό Αγγλική κυριαρχία Ζακύνθου.


Η ιστορία εξελίσσεται ανάδρομα, μέσα από τις αφηγήσεις του μέλους της Φιλικής Εταιρείας Λεφεντάριου (Χουάν Ντιέγκο Μπότο) στον Άγγλο τοποτηρητή (;) της Ζακύνθου (Τζον Κλιζ), αλλά και του Ιβάν (Εβγκένι Στίτσκιν), πιστού φίλου και κατά καιρούς υπηρέτη του Βαρβάκη, σε μια ομάδα παιδιών. Οι αφηγήσεις μπλέκονται με ενδιαφέροντα τρόπο με τα δρώμενα, αλλά μερικές φορές νιώθεις μια αμηχανία στο προχώρημα της πλοκής. Ο χαρακτήρας του κεντρικού ήρωα παραμένει χωρίς βάθος. Δεν καταλαβαίνουμε τα κίνητρά του: ούτε στις σχέσεις του με τη σύζυγό του, ούτε στις επιλογές που κάνει για τον γιο του, ούτε στην απόφασή του να πάρει - στα 70τόσα του! - προσωπικά μέρος στην Επανάσταση. Όπως αδιευκρίνιστη είναι και η στόχευση της σκηνοθεσίας. Επιδιώκει να φωτίσει την προσωπικότητα του Βαρβάκη; Να υμνήσει το ελληνικό δαιμόνιο; Να περιγράψει τις πλεκτάνες των Μεγάλων Δυνάμεων και των εκπροσώπων τους στη γέννεση του Ελληνικού Κράτους; Πιθανόν, όλα αυτά μαζί κι ακόμη παραπάνω. Αλλά ένα τόσο φιλόδοξο σχέδιο θα χρειαζόταν στιβαρότερη σκηνοθεσία (και ίσως περισσότερα κεφάλαια). Εδώ επικρατούν φυγόκεντρες τάσεις που αφήνουν το συνολικό αποτέλεσμα μετέωρο. Επιπλέον, οι καθόλου εύηχες εκφορές της αγγλικής γλώσσας υπονομεύουν την αληθοφάνεια - από πού δικαιολογείται αυτή η επιλογή; για να μη διαβάζουν υπότιτλους οι Αμερικανοί, οι Εγγλέζοι, κλπ; Τέλος, παρά τα γενικά προσεγμένα σκηνικά, μερικές φορές - ιδίως στο εσωτερικό του σπιτιού του Βαρβάκη - αναρωτιόμουν αν πράγματι ήταν τόσο κιτς οι διακοσμήσεις των σπιτιών των πλούσιων εμπόρων της διασποράς.


Η απόπειρα του Σμαραγδή για μια επική ταινία δεν είχε κατά τη γνώμη μου τα αναμενόμενα από τον σκηνοθέτη αποτελέσματα. Χωρίς να στερείται ενδιαφέροντος, σε αφήνει τελικά ανικανοποίητο, με μια αίσθηση ότι θα έπρεπε να έχεις δει κάτι ακόμη. Ίσως Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι να μείνει κυρίως στη μνήμη μας για τις εκπληκτικά δελεαστικές εικόνες του μαύρου χαβιαριού της Κασπίας, που κάποιοι από μας δεν θα δοκιμάσουν ποτέ.

[Δείτε τρέιλερ του Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι από το YouTube]


Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Το κυνήγι [Jagten - Τόμας Βίντερμπεργκ, 2012]

Γνωρίσαμε τον Δανό Τόμας Βίντερμπεργκ με την καταπληκτική Οικογενειακή Γιορτή [1998], την οποία γύρισε πριν καν κλείσει τα τριάντα του. Ήταν η πρώτη ταινία του Δόγματος 95 και σήμερα θεωρείται πρωτοποριακή για την εποχή της κυρίως γιατί χρησιμοποιήθηκαν ελαφριές φορητές κάμερες που έδωσαν τη δυνατότητα στον Διευθυντή Φωτογραφίας Άντονι Ντοντ Μαντλ να βγάλει ένα ιδιαίτερο αισθητικό αποτέλεσμα και μια μοναδική αμεσότητα. Από τότε δεν είχε καταφέρει να ξαναέρθει στο προσκήνιο, σκηνοθετώντας ενδιαφέρουσες ταινίες, όπως το Όλα για την αγάπη [2003], Dear Wendy [2004] και πιο πρόσφατα το Submarino [2010], που όμως δεν άγγιξαν το πλατύ κοινό. Στο Κυνήγι, ανατέμνει για άλλη μια φορά την Δανέζικη κοινωνία, με μοναδικό τρόπο και χωρίς αναισθητικό, δείχνοντας τι μπορεί να κρύβεται κάτω από μια επίπλαστη κοινωνική γαλήνη.


Ο Λούκας (Μαντς Μίκελσεν) είναι νηπιαγωγός σε μια μικρή δανέζικη πόλη. Μοιάζει να απολαμβάνει τη δουλειά του ενώ και τα μικρά παιδιά είναι ενθουσιασμένα μαζί του. Χωρισμένος, προσπαθεί να εξασφαλίσει την επιμέλεια του έφηβου γιου του. Παρακολουθούμε την καθημερινότητά του: τα χοντρά αστεία και το κυνήγι με την αντροπαρέα των φίλων του, τη σχέση του με τη Νάντια (Αλεξάντρα Ράπαπορτ), τη νεαρή μετανάστρια που εργάζεται στην κουζίνα του νηπιαγωγείου, τις βόλτες του με τη σκυλίτσα του, τη Φάνι, και τη μικρή Κλάρα, την κόρη του καλύτερού του φίλου. Αυτή ακριβώς, μετά από μια σκηνή όπου προσπαθεί να φιλήσει τον Λούκας στο στόμα και εκείνος της παρατηρεί ότι κάτι τέτοιο είναι μόνο "για τη μαμά και τον μπαμπά", θα μιλήσει στη διευθύντρια του νηπιαγωγείου, λέγοντάς της ότι είδε τα γεννητικά όργανα του Λούκας, υπονοώντας ότι πιθανόν να υπήρξε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης. Από κει και πέρα, όλα και όλοι στρέφονται εναντίον του χωρίς καν οι περισσότεροι να του ζητήσουν να τους πει τη δική του εκδοχή. Ακόμη και όταν η αστυνομία τον απαλλάσσει από τις κατηγορίες, η μικρή πόλη τον έχει καταδικάσει σε κοινωνικό αποκλεισμό. Από κυνηγός (δηλαδή, αξιοσέβαστο μέλος της κοινότητας) έχει γίνει πια θήραμα (απόβλητος).


Χωρίς τους πρωτοποριακούς τεχνικούς πειραματισμούς της Οικογενειακής Γιορτής αλλά με την ίδια πειστικότητα, το Κυνήγι μάς δείχνει τον τρόπο με τον οποίο μια μικρή κοινότητα εξοστρακίζει αυτούς που θεωρεί "μιάσματα". Πιστεύοντας ότι ένα παιδί δεν μπορεί να λέει ψέματα, όλος σχεδόν ο πληθυσμός της μικρής πόλης τάσσεται έμπρακτα εναντίον του Λούκας. Ακόμη και όταν η μικρή Κλάρα τολμά αργότερα να διαψεύσει αυτά που είπε, δεν γίνεται πιστευτή μια και θεωρείται "φυσικό" να "αρνείται" αυτό που συνέβη. Απόλυτο αδιέξοδο για έναν αθώο άνθρωπο. Ο Βίντερμπεργκ σκηνοθετεί με ένταση και τραγικότητα εστιάζοντας στα κεντρικά πρόσωπα του δράματος και κυρίως στον Μίκελσεν, που κέρδισε για τον συγκεκριμένο ρόλο το Βραβείο Ηθοποιίας στις Κάνες.



Ιδιαίτερα όσοι από εμάς έχουμε εμπειρία στη διδασκαλία νέων παιδιών μπορούμε σχετικά εύκολα να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση του Λούκας και να νιώσουμε τις λεπτές ισορροπίες που πρέπει να κρατάει κανείς στην εκδήλωση της αγάπης για τους μαθητές του. Ο στιγματισμός ελλοχεύει ακόμη και για τους πλέον αθώους [η ταινία θα μπορούσε να γινόταν ακόμη πιο ενδιαφέρουσα αν ο Λούκας ήταν λίγο πιο αμφιλεγόμενος]. Οι σκηνές του τέλους δείχνουν πως πιθανόν για τον ήρωα, αλλά και τον νεαρό γιο του, η ζωή δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδια. Το κυνήγι των μαγισσών μπορεί να ξαναρχίσει οποιαδήποτε στιγμή, ίσως γιατί οι κοινωνίες το έχουν ανάγκη για να επιβεβαιώνουν τη (φαινομενική) συνοχή τους. Ο Βίντερμπεργκ για άλλη μια φορά μάς προβληματίζει και μας καθηλώνει.

[Δείτε τρέιλερ του Κυνηγιού με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]


Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Η ζωή του Πι [Life of Pi - Ανγκ Λι, 2012]

Το ομώνυμο βιβλίο του Γιαν Μαρτέλ, στο οποίο στηρίχτηκε η ταινία, βραβεύτηκε με το Βραβείο Μπούκερ το 2002 και θεωρείται ιδιαίτερα επιτυχημένο - ο Πρόεδρος Ομπάμα έγραψε ένα γράμμα στον συγγραφέα όπου το χαρακτηρίζει ως "μια κομψή απόδειξη της ύπαρξης του Θεού και της δύναμης της αφήγησης". Ο ταϊβανέζικης καταγωγής Αμερικανός σκηνοθέτης Ανγκ Λι [Τίγρης και Δράκος, Χαλκ, Το μυστικό του Brokeback Mountain, Προσοχή, πόθος] ανέλαβε να γυρίσει την ταινία αφού την είχαν - προφανώς λόγω των δυσκολιών - εγκαταλείψει αρκετοί σκηνοθέτες, μεταξύ των οποίων ο Αλφόνσο Κουαρόν και ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν.

Η επαφή μου με τη Ζωή του Πι ξεκίνησε όταν ένας στενός φίλος με ρώτησε αν ήταν κατάλληλη για την 11χρονη κόρη του. Δεν την είχα δει ούτε έχω διαβάσει το βιβλίο οπότε αδυνατούσα να του δώσω απάντηση. Έψαξα λίγο στο διαδίκτυο και μου φάνηκε ότι τα θέματα που έθιγε ήταν κάπως βαριά για παιδιά του Δημοτικού. Όταν όμως ξεκίνησα να τη βλέπω, ήρθε δίπλα μου ο 12χρονος γιος μου και, παρ' όλο που αρχικά δήλωσε ότι "δεν είχε όρεξη για ταινία", μαγεύτηκε τόσο πολύ από τις εικόνες της που δεν ξεκόλλησε από κοντά μου.


Ο Πι είναι ένας μικρός Ινδός από το Ποντιτσέρι ("Γαλλική" Ινδία - δεν ήξερα ότι υπήρχε κάτι τέτοιο) που ο πατέρας του είχε την εκκεντρική (και ατυχή;) ιδέα να του δώσει το όνομα μιας παρισινής πισίνας. Φανταστείτε τι προκαλούσε στους συμμαθητές του το όνομα Piscine (Molitor) που συνηχούσε με το αγγλικό pissing (= κατούρημα). Ο μικρός αποφασίζει να το αλλάξει σε Πι (π = ο άρρητος αριθμός που χρησιμοποιείται στην Ευκλείδειο Γεωμετρία), δημιουργώντας τεράστια αίσθηση στο σχολείο. Έπειτα παρακολουθούμε τα εφηβικά του χρόνια, τις θρησκευτικές, υπαρξιακές, ερωτικές και λοιπές ανησυχίες του. Στα 16 του, η οικογένεια αποφασίζει λόγω της πολιτικής κατάστασης να μεταναστεύσει στον Καναδά. Ο πατέρας του, ιδιοκτήτης ζωολογικού κήπου, παίρνει μαζί του τα ζώα για να τα πουλήσει. Στη διάρκεια όμως του ταξιδιού, το πλοίο πέφτει σε τρικυμία και βυθίζεται. Ο νεαρός Πι βρίσκεται μόνος του πάνω σε μια σωστική λέμβο, μαζί με μερικά ζώα, μεταξύ των οποίων και έναν εξαιρετικά επικίνδυνο τίγρη της Βεγγάλης με το ανθρώπινο όνομα Ρίτσαρντ Πάρκερ (μαθαίνουμε ότι πήρε το όνομα του κυνηγού που τον έπιασε μικρό, χάρη σε ένα γραφειοκρατικό λάθος). Ο Πι έχει ήδη δει πώς ο Ρίτσαρντ Πάρκερ κατασπαράζει τη λεία του. Πώς θα μπορέσουν το νεαρό αγόρι με το όνομα αριθμού και ο τίγρης με το ανθρώπινο όνομα να συμβιώσουν στον περιορισμένο χώρο της βάρκας;


Ο Ανγκ Λι δημιουργεί μια ονειρική ταινία. Ένα παραμύθι με παιγνιώδη διάθεση που φαίνεται ήδη από την αρχή, όταν εμφανίζονται οι τίτλοι. Οι εικόνες του ναυαγού Πι πάνω στη λέμβο είναι μαγευτικές. Σπάνια έχω δει τέτοια εικαστική πανδαισία στην οθόνη, και μάλιστα ενσωματωμένη τέλεια στην πλοκή (για να θυμηθώ κάποιες ενστάσεις μου για Το δέντρο της ζωής του Τέρενς Μάλικ). Αν όμως το αισθητικό μέρος της ταινίας ήταν τουλάχιστον χορταστικό και οι διάλογοι διανθισμένοι με ευπρόσδεκτο χιούμορ, δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο για τον μάλλον κοινότοπο μεταφυσικό προβληματισμό της. Κάτι τέτοιο βέβαια θα πρέπει μάλλον να χρεωθεί στο βιβλίο. Ο Λι γυρίζει με περισσή φαντασία τα επεισόδια πάνω στη βάρκα, υπονομεύοντας με συναρπαστικό τρόπο την αληθοφάνεια της εικόνας. Την όλη ιστορία αφηγείται ο ενήλικος πια Πι στον συγγραφέα, στο σπίτι του στο Μόντρεαλ του Καναδά όπου ζει. Να έζησε πραγματικά όλα όσα περιγράφει ή πρόκειται για μια "μεταφυσική" του εμπειρία, ένα όραμα που προξένησαν η δίψα, η πείνα και ο ήλιος;


Μπορεί η μεταφυσική διάσταση της Ζωής του Πι να μην καταφέρνει να προσφέρει κάτι αξιόλογο και πρωτότυπο, αλλά η αισθητική απόλαυση σε αποζημιώνει με το παραπάνω. Το υδάτινο στοιχείο με τους άπειρους χρωματισμούς του, οι εικόνες του νυχτερινού ουρανού, οι φωσφορισμοί του ωκεανού, οι καταπληκτικές σκηνές στο πλωτό νησί θα μείνουν αξέχαστα στον θεατή. Και αυτό είναι που πιστώνεται στον Λι. Τελικά, η απάντηση στον φίλο μου είναι: "Ναι, Η ζωή του Πι μπορεί κάλλιστα να καταγοητεύσει κάθε ηλικία".


[Δείτε τρέιλερ της Ζωής του Πι με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]




Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Zero Dark Thirty [Κάθριν Μπίγκελοου, 2012]

Zero Dark Thirty στη στρατιωτική αργκό σημαίνει κάποια ώρα μέσα στη νύχτα. Αναφέρεται, υποθέτω, στη χρονική στιγμή κατά την οποία διεξάγεται η επιχείρηση εξόντωσης του Οσάμα μπιν Λάντεν, αλλά και γενικότερα στην κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Αμερική και ο κόσμος μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους στις 11/9/2001. Η ταινία της Κάθριν Μπίγκελοου ξεκινάει χαρακτηριστικά με μαύρο πλάνο (διάρκειας 90 δευτερολέπτων) όπου ακούγονται ηχογραφημένα ντοκουμέντα από εκείνη τη μέρα. Προφανώς, εμείς δεν νιώθουμε την ένταση αυτού του μαύρου πλάνου με τον ίδιο τρόπο που τα προσλαμβάνει ένας Αμερικάνος πολίτης. Αλλά ίσως μπορούμε να καταλάβουμε τι σημαίνει για τον λαό μίας Υπερδύναμης να πλήττεται με τέτοιον τρόπο μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Νομίζω πως αυτό είναι το κλειδί για την ερμηνεία του Zero Dark Thirty.


Το φιλμ της Μπίγκελοου ήταν υποψήφιο για 5 Όσκαρ (μεταξύ άλλων Καλύτερης Ταινίας και Α' Γυναικείου Ρόλου) αλλά τελικά κατάφερε να κερδίσει μόνο ένα τεχνικής φύσης, για το Μοντάζ Ήχου, κι αυτό από μισό με το Skyfall. Η σκηνοθέτρια έχει κερδίσει Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας για την προηγούμενη κινηματογραφική παραγωγή της, το Hurt Locker [2008], που αναφέρεται στον πόλεμο του Ιράκ - δεν έχω καταφέρει ακόμη να τη δω μια και οι πολεμικές (αλλά και οι αντιπολεμικές) ταινίες συνήθως με κάνουν να πλήττω. Δεν θα είχα πιθανόν αντιμετωπίσει διαφορετικά το Zero Dark Thirty αν δεν υπήρχε η επικαιρότητα του θέματος και τα αμφιλεγόμενα σχόλια που είχα ακούσει.


Μετά το προαναφερθέν μαύρο πλάνο, μεταφερόμαστε 2 χρόνια αργότερα σε μια φυλακή κάπου στο Πακιστάν όπου Άραβες κρατούμενοι βασανίζονται για να αποκαλύψουν ονόματα, στόχους και άλλες πληροφορίες. Η πράκτορας της CIA Μάγια (Τζέσικα Τσαστέιν) στην αρχή παρακολουθεί με δυσκολία τις ανακρίσεις. Σιγά- σιγά θα μπει στο κλίμα "του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία" που διεξάγουν οι ΗΠΑ. Όταν κάποια στιγμή θα βρει μια άκρη του νήματος που μπορεί ίσως να την οδηγήσει στο κρησφύγετο του Μπιν Λάντεν, αφιερώνεται ολόψυχα στην αποστολή αυτή πιέζοντας τελικά - όταν οι προσπάθειές της τελεσφορούν, αρκετά χρόνια μετά - τους πάντες να ξεπεράσουν τους δισταγμούς τους και να διακινδυνεύσουν μία επιχείρηση εξόντωσης χωρίς αδιάσειστα στοιχεία, απλώς με βάση τη δική της πεποίθηση.


Στην ταινία τίθενται κάποια ενδιαφέροντα ζητήματα που αξίζει να συζητηθούν. Κατ' αρχάς, η θέση της απέναντι στα βασανιστήρια. Η ίδια η Μπίγκελοου δηλώνει πως το γεγονός ότι δείχνει κάτι δεν σημαίνει ότι το επικροτεί. Όμως, όταν οι βασανισμοί κρατουμένων έρχονται αμέσως μετά από το συναισθηματικά φορτισμένο μαύρο πλάνο της αρχής, νομίζω πως ο μέσος θεατής τείνει να τους δικαιολογήσει ως ένα είδος αυτοάμυνας ενταγμένης στη γενικότερη προσπάθεια προστασίας του Δυτικού Κόσμου από την τρομοκρατική απειλή. Όσο αποστασιοποιημένα και αν προσπαθεί να κινηματογραφήσει τις εν λόγω σκηνές η σκηνοθέτρια - ίσως ακριβώς εξαιτίας και αυτού -, όταν οι "δικοί μας" (οι πρωταγωνιστές) ανακρίνουν τους "άλλους", αντικειμενικά λειτουργεί απολογητικά απέναντι στο γεγονός. Και γενικότερα, το Zero Dark Thirty αντανακλά μια συντηρητική άποψη που υιοθετεί μια μανιχαϊστική αντίληψη και χωρίζει τον κόσμο υπεραπλουστευτικά σε δύο στρατόπεδα - ξέρουμε βέβαια ποιο είναι το "καλό". Ακόμη και στις ίδιες τις ΗΠΑ, η Μπίγκελοου δέχτηκε έντονη κριτική (ένθεν και ένθεν) και ίσως αυτό αντικατοπτρίζεται και στα αποτελέσματα των Όσκαρ, όπου θριάμβευσε το πιο ξεκάθαρα πατριωτικό και λιγότερο ενοχλητικό Argo.


Κατά τα άλλα, η σκηνοθεσία είναι σφιχτοδεμένη και έχει σχεδόν τη μορφή κινηματογραφικού ρεπορτάζ. Οι σκηνές της επιδρομής στο κρησφύγετο του Μπιν Λάντεν με τις νυχτερινές λήψεις του πράσινου των στρατιωτικών διοπτρών είναι για σεμινάριο, παρ' όλες τις ηθικές ενστάσεις που θα μπορούσε να έχει κανείς όταν παρακολουθεί τις "παράπλευρες απώλειες" ανθρώπινων ζωών. Υπάρχει, φυσικά, και η υπαρξιακή διάσταση της μοναχικής γυναίκας που αφοσιώνεται με μονομανία σε έναν σκοπό που την οδηγεί σε σχεδόν απόλυτη απομόνωση και στέρηση οποιασδήποτε προσωπικής ζωής. Αναρωτιέται κανείς ποια μπορεί να είναι τα κίνητρα της Μάγια και στην κατεύθυνση αυτή έχει πολύ ενδιαφέρον η αμφίσημη τελική σκηνή με τη Μάγια να δακρύζει. Θα έλεγα ότι παρά - και πέρα από - την προσωπική δικαίωση, η Μάγια νιώθει ένα απέραντο κενό μέσα της "στο τέλος της μέρας"["Άξιζε τόσες θυσίες;"]. Δεν είναι άραγε αυτό αλήθεια για ολόκληρο τον κόσμο στην "μετατρομοκρατική" εποχή; Αν θέλουμε να δούμε θετικά το Zero Dark Thirty, ας κρατήσουμε στη μνήμη μας αυτή την τελευταία εικόνα.



[Δείτε τρέιλερ του Zero Dark Thirty με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]