Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

The Company Men [Τζον Γουέλς, 2010]

Σιγά-σιγά αρχίζουν να βγαίνουν από το Χόλιγουντ ταινίες που αφορούν την κρίση που άρχισε στις ΗΠΑ τον Δεκέμβρη του 2007 και επιδεινώθηκε τον Σεπτέμβρη του 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers. [Ήταν τότε η τέταρτη μεγαλύτερη αμερικάνικη τράπεζα επενδύσεων μετά τις Goldman Sachs, Stanley Morgan και Merrill Lynch.] Με αυτή τη χρεοκοπία καταπιανόταν συγκεκριμένα Ο Δρόμος του χρήματος [Margin Call, 2011], δείχνοντας πώς κατέρρευσε η εταιρεία μέσα σε μια μέρα προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παγκόσμια οικονομία. Άλλες κινηματογραφικές παραγωγές με το ίδιο γενικό θέμα της οικονομικής κρίσης και ύφεσης ήταν το Ραντεβού στον αέρα, Too Big to Fail (πάλι με θέμα τη Leeman Brothers), Η περίπτωση Larry Crowne, Wall Street: Το χρήμα ποτέ δεν πεθαίνει, μαζί με κάποια ντοκιμαντέρ. Σ' αυτές θα μπορούσε να ενταχθεί - μολονότι διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 2000 - το The Company Men του πρωτοεμφανιζόμενου (αν και έχει περάσει τα πενήντα) ως σκηνοθέτη στη μεγάλη οθόνη Τζον Γουέλς - έχει ασχοληθεί κυρίως με την τηλεόραση.


Στο The Company Men, η εταιρεία GTX αποφασίζει να απολύσει έναν μεγάλο αριθμό υπαλλήλων της έτσι ώστε να ανεβάσει την τιμή της μετοχής της - με απώτερο στόχο να πουληθεί. Ένα από τα υψηλόβαθμα στελέχη που μένουν χωρίς δουλειά είναι ο Μπομπ (Μπεν Άφλεκ). Μετά από 12 χρόνια απασχόλησης, παίρνει ως αποζημίωση αποδοχές 12 εβδομάδων [τέτοια βλέπει η τρόικα...!] και   "υπηρεσίες επανατοποθέτησης" (συμβουλές για εύρεση νέας εργασίας). Πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις που του έχει δημιουργήσει το μέχρι τώρα υψηλό επίπεδο διαβίωσης. Η σύζυγός του (Ρόζμαρι ΝτεΓουίτ) θα σταθεί πλάι του και θα τον στηρίξει, κάτι που θα αποδειχθεί αποφασιστικό. Αντίθετα, ο Φιλ (Κρις Κούπερ) - θύμα του δεύτερου κύματος απολύσεων - δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στα προβλήματα της ανεργίας μετά από 30 (!) χρόνια δουλειάς στην εταιρεία. Ο τρίτος που απολύεται είναι ο Τζιν (Τόμι Λι Τζόουνς), ένας από τους διευθυντές και μετόχους της GTX, που τόλμησε να πει να πει κάποιες αλήθειες στον ιδιοκτήτη της εταιρείας - και υποτιθέμενο φίλο του.


Η ταινία μιλάει με ειλικρίνεια - και κάποιες στιγμές με πικρό χιούμορ - για την κατάρρευση της ζωής ενός στελέχους επιχείρησης που βρίσκεται άνεργος. Κρατώντας χαμηλούς τόνους, περιγράφει τη διαφορετική αντιμετώπιση που έχει απέναντι στην προσωπική του κρίση ο καθένας από τους τρεις πρωταγωνιστές. Ταυτόχρονα, δείχνει τον ρόλο που παίζει το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον. Ενδιαφέρον έχουν και οι σκηνές όπου ο Μπομπ ή ο Φιλ πηγαίνουν από γραφείο σε γραφείο ψάχνοντας για νέα εργασία. Βέβαια, στην Ελλάδα της κρίσης, όπου χιλιάδες άνθρωποι πεινάνε, μας φαίνεται αστείο να αναγκάζεται κανείς να πουλήσει την Πόρσε του ή να διακόπτει τη συνδρομή του στη λέσχη του γκολφ για να μπορέσει να ζήσει την οικογένειά του.


Ο Γουέλς δεν προχωράει να καταδείξει τη συνολική ευθύνη του οικονομικού συστήματος, που χρησιμοποιεί τους ανθρώπους όσο τους χρειάζεται κι ύστερα τους πετάει σαν στυμμένες λεμονόκουπες όταν αυτό θα βοηθήσει να κερδηθούν κάποια χρήματα. Πιστεύει πως η λύση θα ήταν ενδεχομένως μια επιστροφή σε έναν πιο "ανθρώπινο" καπιταλισμό, χωρίς ίσως να αντιλαμβάνεται πως και αυτός κάποια στιγμή θα οδηγηθεί πάλι σε ένα παρόμοιο σημείο. Όπως και να 'χει, το The Company Men είναι ιδιαίτερα επίκαιρο και βλέπεται με ενδιαφέρον.



[Δείτε τρέιλερ του The Company Men με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]


Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Η αρπαγή 2 [Taken 2 - Olivier Megaton, 2012]

Δεν θα είχα πάει ποτέ στη (δεύτερη) Αρπαγή αν δεν πρότεινε η κόρη μου να τη δούμε, εκμεταλλευόμενοι την προσφορά των δύο εισιτηρίων στην τιμή του ενός που δίνουν γνωστή εταιρεία κινητής τηλεφωνίας και αλυσίδα κινηματογράφων τις Τετάρτες. Αντιπρότεινα το "Χαβιάρι" αλλά εκείνη επέμεινε, μια και της είχε αρέσει η πρώτη (Αρπαγή). Η αίθουσα προβολής ήταν γεμάτη από νέους και νέες - υποθέτω όλοι γνωρίζανε την προσφορά. Είχα καιρό να βρεθώ σε σινεμά με τόσο πολύ κόσμο και εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που συμμετείχαν στα δρώμενα - αναστεναγμοί, αγωνία, επιφωνήματα, αυθόρμητα σχόλια, κλπ. Στο τέλος, νομίζω πως αυτό που κυριαρχούσε ήταν η αμηχανία και η σχεδόν ομόφωνη βεβαιότητα πως θα υπάρξει και τρίτη (Αρπαγή) - ωπ! κόντεψε να μου ξεφύγει μια ομόηχη λέξη!

Η ιστορία της ταινίας θα χωρούσε σε δυο-τρεις σειρές, αλλά για όσους δεν έχουν δει την πρώτη να θυμίσουμε ότι αναφέρονταν στον Μπράιαν Μιλς, έναν πρώην πράκτορα της CIA (Λίαμ Νίσον), που η κόρη του (ζει με την ξαναπαντρεμένη μητέρα της) απάγεται στο Παρίσι από Αλβανούς κακοποιούς τους οποίους ξεπαστρεύει για να την πάρει πίσω. Εδώ, η Αλβανική Μαφία θα προσπαθήσει να πάρει εκδίκηση. Η ευκαιρία δίνεται όταν ο Μιλς προσκαλεί την κόρη του (Μάγκι Γκρέις) και την πρώην γυναίκα του (Famke Janssen) [ο γάμος της διαλύεται!] για διακοπές στην Κωνσταντινούπολη.


Η Αρπαγή 2 είναι γεμάτη από τα κλισέ των ταινιών του είδους, χωρίς ανατροπές στην πλοκή, με καταιγιστική δράση: κυνηγητά (με αυτοκίνητα ή χωρίς), πυροβολισμοί, εκρήξεις, ξύλο, ηλεκτρονικά κολπάκια, ολίγον ρομαντικό ενδιαφέρον, κλπ. Ο υπερπροστατευτικός πατέρας Νίσον μοιάζει έτοιμος να ξαναφτιάξει την οικογένειά του - το δείχνουν τα βλέμματα που ανταλλάσσει με την πρώην σύζυγο. Και η κόρη έχει πλέον φίλο - εμ, εικοσάρισε πια! - κάτι που ο μπαμπάς ζορίζεται να αποδεχτεί (όχι και πολύ αμερικάνικη αντίδραση!)! Η αλήθεια είναι ότι λίγο πριν αρχίσω να αποκοιμιέμαι βάλθηκα να προσέχω την ελαφρώς κοκκώδη φωτογραφία και τη σκούρα παλέτα της ταινίας να αποδίδουν όμορφα την Πόλη. Το τέλος - όχι δεν με πήρε τελείως ο ύπνος - ήταν το αναμενόμενο. Τα πρόσωπα γύρω μου έδειχναν να συμφωνούν.



[Δείτε τρέιλερ της Αρπαγής 2 με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]




Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Στη Ρώμη με αγάπη [To Rome with Love - Γούντι Άλεν, 2012]

Είμαι χρόνιος θαυμαστής των ταινιών και του ιδιαίτερου χιούμορ του Γούντι Άλεν. Από τις πρώτες του ταινίες μέχρι σήμερα, δεν έχω πάψει να παρακολουθώ με ενδιαφέρον κάθε καινούργια του παραγωγή. Ωστόσο, πρέπει να ομολογήσω ότι ορισμένες από τις ταινίες του [να αναφέρω πρόχειρα το Όλα όσα θέλατε να μάθετε για το σεξ, τις Μπανάνες και τον Ειρηνοποιό] έχασαν κάπως μέσα μου την αίγλη τους όταν τις ξαναείδα για δεύτερη φορά. Κάποιες ατάκες εξακολουθούν να είναι σπαρταριστές, αλλά συνολικά ο χρόνος μάλλον δεν τις ευνόησε. Άλλες βέβαια - όπως το Μανχάταν, ο Νευρικός εραστής, το Match Point και το Κι αν σου κάτσει; - έχουνε πάρει αμετάκλητα τη θέση τους στο Πάνθεο των αγαπημένων μου κινηματογραφικών έργων. Δεν θα έλεγα ότι σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία θα έβαζα το πρόσφατο Στη Ρώμη με αγάπη.


Όπως στο πιο άρτιο Μεσάνυχτα στο Παρίσι και στο πιο σκερτσόζικο Βίκυ, Κριστίνα, Μπαρτσελόνα, κι εδώ ο Γούντι Άλεν δείχνει την αγάπη του για μια Ευρωπαϊκή πόλη. Φτιάχνει μια σπονδυλωτή ταινία με τέσσερις θεματικούς άξονες που προχωρούν παράλληλα αλλά που δεν συνδέονται μεταξύ τους παρά μόνο γεωγραφικά και εν μέρει θεματικά.



Πρώτα, μια νεαρή Αμερικανίδα τουρίστρια γνωρίζεται με έναν Ιταλό δικηγόρο. Οι γονείς της (Τζούντι Ντέιβις, Γούντι Άλεν) φτάνουν στην Ιταλία για να γνωρίσουν τους συμπέθερους. Μέσα από τη γνωριμία των δύο οικογενειών βλέπουμε τις διαφορές ανάμεσα στην αμερικανική και την ιταλική νοοτροπία. Στη δεύτερη παράλληλη ιστορία, ένα νιόπαντρο ζευγάρι Ιταλών έρχεται στη Ρώμη από την επαρχία για να συναντήσει τους συγγενείς του συζύγου που υποτίθεται πως θα τον βοηθήσουν επαγγελματικά. Η νεαρή σύζυγος χάνεται στους δρόμους της πόλης (θυμίζοντας λίγο την ταινία για το Παρίσι) για να καταλήξει σε μια ερωτική περιπέτεια. Την ίδια στιγμή, ο σύζυγος μπλέκεται με μια Ιταλίδα πόρνη (Πενέλοπε Κρουζ) που θα τον βοηθήσει να βρει την αυτοπεποίθησή του. Έπειτα, ένας άχρωμος υπάλληλος (Ρομπέρτο Μπενίνι) γίνεται ξαφνικά διάσημος χωρίς κανένα φανερό λόγο. Τέλος, ένας διάσημος Αμερικανός αρχιτέκτονας (Άλεκ Μπάλντουιν) συναντά έναν συμπατριώτη του φοιτητή Αρχιτεκτονικής (Τζέσε Άιζενμπεργκ) που ζει στη Ρώμη. Γίνεται κατά κάποιον τρόπο ο συμβουλάτοράς του στις σχέσεις του με την κοπέλα του και με μια φίλη της, ηθοποιό, για την οποία ο νεαρός αρχίζει να νιώθει μια έντονη έλξη.


Το μοντάζ μάς μεταφέρει ανάλαφρα κι απροβλημάτιστα από τη μια ιστορία στην άλλη. Όμως, το χιούμορ του Άλεν μοιάζει να έχει χάσει κάπως την οξύτητά του. Γενικά, η ταινία μού φάνηκε σχετικά πρόχειρα στημένη κι ένιωθα να λείπει το νήμα που θα συνέδεε και θα έδενε τις τέσσερις ιστορίες. Ναι μεν μπορεί να διακρίνει κανείς κοινά θέματα [οι αρνητικές πλευρές της δημοσιότητας και της δόξας, η στάση των Αμερικανών απέναντι στην Ευρώπη, το νόημα της ζωής και του έρωτα], αλλά η διαπραγμάτευσή τους δεν δικαιώνει την επιλογή της διάσπασης της πλοκής στα τέσσερα. Από την άλλη, θα τοποθετούσα στα θετικά της ταινίας την εισαγωγή στην αφήγηση από έναν τροχονόμο (που στο τέλος αντικαθίσταται από έναν άλλο κάτοικο της Αιώνιας Πόλης) και τον τρόπο με τον οποίο εμπλέκεται ο Μπάλντουιν στις ερωτικές σκηνές του ζευγαριού (θυμίζοντας τον ρόλο του Μπόγκαρτ στο Ωραίος και σέξι του Χέρμπερτ Ρος, με πρωταγωνιστή τον Άλεν). Να επισημάνουμε, επίσης, τις αναφορές στον Ιταλικό κινηματογράφο, ιδιαίτερα το Ντόλτσε βίτα του Φελίνι (πχ. η σκηνή στα αρχαία ερείπια τη νύχτα).


Δεν μπορώ να πω ότι η ταινία Στη Ρώμη με αγάπη δεν βλέπεται ευχάριστα. Όμως, φοβάμαι πως όσους είναι συνηθισμένοι στο συνήθως υψηλό επίπεδο των ταινιών του Γούντι Άλεν μάλλον θα τους απογοητεύσει.

[Δείτε τρέιλερ του Στη Ρώμη με αγάπη με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]


Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Βασιλιάς σε μια κόλαση [Kongen av Bastøy - Marius Holst, 2010]

Ο σκανδιναβικός κινηματογράφος συχνά παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, αρκεί να έχει κανείς τη διάθεση και τη δυνατότητα να ψάξει και να βρει ταινίες που έρχονται από εκεί. Οι παλιότερες γενιές κινηματογραφόφιλων (και μη) θυμούνται βέβαια σκηνοθέτες πρώτης γραμμής όπως ο Καρλ Ντράγιερ ή ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, αλλά και οι νεότεροι γνωρίζουν ίσως τον Λαρς φον Τρίερ, τον Τόμας Βίντερμπεργκ, τον Άκι Καουρισμάκι, και - πιο πρόσφατα - τους Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν (Drive) και Τόμας Άλφρεντσον (Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι), που γυρίζουν πλέον και αγγλόφωνες ταινίες για ευκολότερη πρόσβαση σε ένα διεθνές κοινό. Κατά καιρούς πέφτει στα χέρια μας κάποιο ξεχωριστό φιλμάκι - άγνωστου σκηνοθέτη - με συνήθως σκοτεινή ατμόσφαιρα και ιδιαίτερο ύφος. Υπάρχει επίσης μια έξαρση του αστυνομικού θρίλερ (πιθανότατα λόγω και της άνθισης της αντίστοιχης λογοτεχνικής παραγωγής) με μεταφορά στο σινεμά αξιόλογων μυθιστορημάτων, όπως η τριλογία του Στιγκ Λάρσον Μιλένιουμ ή οι Κυνηγοί κεφαλών του Γιο Νέσμπο.

Το Βασιλιάς σε μια κόλαση (διεθνής τίτλος: King of Devil's Island) του Νορβηγού Μάριους Χολστ διαδραματίζεται σε ένα αναμορφωτήριο ανηλίκων στο νησί Μπαστόι (Bastøy), 75 χλμ νότια του Όσλο. Η ιστορία ξεκινάει το 1915 με τον νεαρό Έρλινγκ (Μπένγιαμιν Χέλσταντ) να στέλνεται, δεμένος με χειροπέδες, στο νησί μαζί με τον μικρότερο Ίβαρ. Ο δεσμοφύλακας Μπράτεν (Κρίστοφερ Γιόνερ), ο αυτοαποκαλούμενος "Πατέρας του Αναμορφωτηρίου",  τους κάνει εξ αρχής σαφές ότι στο ίδρυμα αυτό δεν έχουν σχεδόν κανένα δικαίωμα. Από δω και στο εξής θα είναι αντίστοιχα ο C19 και ο C5. Ο Έρλινγκ παραείναι σκληρός για να αφήσει να του πάρουν τον αέρα οι υπόλοιποι νεαροί τρόφιμοι. Σιγά-σιγά αναπτύσσεται μια φιλία ανάμεσα σ' αυτόν και τον κοιτωνάρχη Όλαφ (C1) (Τροντ Νίλσεν), που σε μερικές εβδομάδες πρόκειται να επιστρέψει στην κοινωνία μετά από 6 χρόνια εγκλεισμού. Ο Έρλινγκ έχει συνέχεια κατά νου να δραπετεύσει - μολονότι όλοι του λένε πως είναι αδύνατο - και δεν δείχνει καθόλου πρόθυμος να συμβιβαστεί. Από την άλλη, ο Ίβαρ είναι ένας αδύναμος και αμφιλεγόμενος χαρακτήρας και τον εκμεταλλεύεται ο Μπράτεν για να ικανοποιήσει το κρυφό παιδοφιλικό του πάθος. Όταν ο Όλαφ ανακαλύπτει τι συμβαίνει με τον Ίβαρ, μπαίνει σε δίλημμα αν θα πρέπει να μιλήσει στον διευθυντή Χάκον (Στέλαν Σκάρσγκαρντ) γι' αυτό, θέτοντας πιθανότατα σε κίνδυνο την αποφυλάκισή του. Πώς θα αντιδράσει ο κατά τα φαινόμενα αδέκαστος διευθυντής; Θα καταφέρει ο Έρλινγκ να γίνει ο πρώτος που θα αποδράσει από το νησί; Τα πράγματα οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στην έκρηξη.



Η μουντή φωτογραφία της ταινίας είναι απολύτως κατάλληλη για την αναπαράσταση του κολαστηρίου του Μπαστόι. Τα γκριζογάλαζα τοπία μοιάζουν να παγώνουν τις ψυχές των εφήβων. Ακόμη κι ο θεατής νιώθει την γενικευμένη παγωνιά που επικρατεί στο νησί. Ο έξω κόσμος δεν υπάρχει. Η σύγκριση του Μπαστόι με καράβι που ταξιδεύει με επηρμένο αλλά άνανδρο καπετάνιο και η μεταφορά της πληγωμένης φάλαινας που παλεύει ασταμάτητα μέχρι τον τελικό της θάνατο είναι σαφείς και εύγλωττες. Όταν έρχεται η εξέγερση, όλα δείχνουν πως είναι καταδικασμένη. Αυτό που μένει είναι ο αγώνας, η φιλία, η αλληλεγγύη, η συνέπεια προς τις προσωπικές αρχές και αξίες του καθένα. Από την άλλη, η εξουσία ξέρει να χρησιμοποιεί και το καρότο (σπάνια) και το μαστίγιο (κατά κόρον). Τα κηρύγματά της περί δικαιοσύνης αποδεικνύονται κούφια λόγια. Όταν διακυβεύεται η αυτοσυντήρησή της, η επιλογή είναι μονόδρομος. Η έξωθεν επέμβαση θα κληθεί να επαναφέρει τη διασαλευμένη νομιμότητα.


Η ταινία του Μάριους Χολστ καταφέρνει να δημιουργήσει σημασίες που ξεπερνούν το πλαίσιο της. Οι σχεδόν ασπρόμαυρες συγκλονιστικές επικές σκηνές του τέλους πάνω στο χιονισμένο νησί, κινηματογραφημένες με ένταση και επενδυμένες με εξαιρετική μουσική, είναι μια ελεγεία για την καταδικασμένη εξέγερση των απανταχού καταπιεσμένων. Ωστόσο, κάθε αγώνας σπέρνει τον σπόρο του. Ούτε η εξουσία κρατάει για πάντα. . Η συγκεκριμένη κράτησε μέχρι το 1953, οπότε και έκλεισε το αναμορφωτήριο (που υπήρξε πραγματικά) για να γίνει αργότερα πρότυπη φυλακή.

[Δείτε τρέιλερ του Βασιλιάς σε μια κόλαση με αγγλικούς υπότιτλους από το YouTube]


Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Προμηθέας [Ρίντλεϊ Σκοτ, 2012]

Ο Ρίντλεϊ Σκοτ είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες και πολύπλευρους Αμερικανούς σκηνοθέτες. Είτε ασχολείται με την Ιστορία και τους θρύλους (Θρύλος, 1492: Η κατάκτηση του Παραδείσου, Μονομάχος, Το Βασίλειο των Ουρανών, Ρομπέν των Δασών), είτε με αστυνομικές ιστορίες (Κάποιος να με προσέχει, Καυτή βροχή, American Gangster), κοινωνικά θέματα (Θέλμα και Λουίζ, Λευκή καταιγίδα, Επαγγελματίες απατεώνες, Μια καλή χρονιά), τον τρόμο (Hannibal) και την επιστημονική φαντασία (Alien, Blade Runner), καταφέρνει να προσδώσει βάθος στις ταινίες του και να δημιουργήσει επιβλητική ατμόσφαιρα. Έχοντας ξεκινήσει ως σκηνοθέτης διαφημίσεων, γύρισε την πρώτη του ταινία (Οι μονομάχοι) σε ηλικία 40 χρονών - μάλλον αργά για τα δεδομένα του Χόλιγουντ. Κι όμως κατάφερε να γίνει ένας από τους σκηνοθέτες με τη μεγαλύτερη επίδραση στην εποχή του.


Ο Προμηθέας (Prometheus) είναι κατά κάποιο τρόπο το prequel [= η πρωθύστερη συνέχεια, δηλαδή η συνέχεια που ως ιστορία και πλοκή πάει θεματικά και χρονικά πριν από μια προηγούμενη ταινία] του Alien. Εκεί είχαμε το Κακό να ταξιδεύει προς τη Γη. Εδώ γυρνάμε πίσω στην προέλευσή του. Οι πρώτες εικόνες δείχνουν ένα διαστημόπλοιο που αφήνει έναν σχεδόν ανθρωπόμορφο εξωγήινο πάνω στη Γη. Ο πιθανότατα εξόριστος αυτός "Προμηθέας" ανοίγει ένα δοχείο που περιέχει μια ουσία (ένα είδος κώνειου;) την οποία καταπίνει. Το σώμα του διαλύεται και πέφτει στα νερά ενός καταρράκτη για να αναδομηθεί το DNA του δημιουργώντας μια καινούργια μορφή ζωής - προφανώς τον άνθρωπο.


Οι αρχαιολόγοι Ελίζαμπεθ Σο (Νούμι Ραπάς) και Τσάρλι Χάλογουεϊ (Λόγκαν Μάρσαλ-Γκριν) ανακαλύπτουν σε ένα σπήλαιο στη Σκωτία κάποια τοιχογραφία, η οποία δείχνει πέρα από κάθε αμφιβολία έναν συγκεκριμένο αστερισμό. Οι δύο επιστήμονες, αφού το συνδυάζουν με άλλα παρόμοια ευρήματα, θεωρούν ότι αυτό πιθανόν εξηγεί την ανθρώπινη προέλευση και αποτελεί ένα είδος πρόσκλησης. Συμμετέχουν σε μια διαστημική αποστολή με προορισμό έναν πλανήτη του αστερισμού, η οποία χρηματοδοτείται από τον πρόεδρο της εταιρίας Γουέιλαντ (Γκάι Πιρς), έναν βαθύπλουτο σε προχωρημένα γεράματα και με ασαφή κίνητρα. Ο Προμηθέας (έτσι ονομάζεται το διαστημόπλοιο) θα προσπαθήσει να έρθει σε επαφή με τους "μηχανικούς" που "κατασκεύασαν" την ανθρώπινη ζωή. Θα μπορέσουν οι "μηχανικοί" αυτοί να απαντήσουν στα μεταφυσικά ερωτήματα της ανθρωπότητας; Είναι πράγματι αυτοί οι "θεοί" που δημιούργησαν το ανθρώπινο είδος; Και ποιος δημιούργησε αυτούς;


Παρά το βαρύ σημασιολογικό φορτίο, ο Προμηθέας καταφέρνει να επιπλεύσει και σε κρατάει σε αγωνία ακόμη και χωρίς (ή ακριβώς γι' αυτό;) καταιγιστική δράση, η οποία ξεκινάει προς το τέλος της ταινίας. Ο Σκοτ σίγουρα γνωρίζει να συντηρεί το σασπένς, όπως κατ' επανάληψη έχει αποδείξει. Ίσως ο Προμηθέας του να υπολείπεται της επικής ατμόσφαιρας και του μνημειώδους ρυθμού του Alien, αλλά κερδίζει σε βάθος και πολυσημία. Κάποιοι χαρακτήρες - π.χ. ο Χάλογουεϊ - δεν δικαιολογούν την ύπαρξή τους. Ωστόσο, οι ηθοποιίες του Μάικλ Φασμπέντερ (ως του ανδροειδούς Ντέιβιντ, που μαθαίνει σανσκριτικά για να επικοινωνήσει με τους "μηχανικούς" και βελτιώνει το γλωσσικό του ύφος μιμούμενος τον Πίτερ Ο'Τουλ στον Λόρενς της Αραβίας) και της πειστικότατα "κρυοπαγικής" (συνήθως εκρηκτικής) Σαρλίζ Θέρον, στον ρόλο της υπεύθυνης της αποστολής Μέρεντιθ Βίκερς, σε αποζημιώνουν. Επιπλέον, οι σεναριακές στροφές - ιδίως όταν λίγο μετά τη μέση οι πεποιθήσεις των δύο επιστημόνων τίθενται εν αμφιβόλω - κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος.

Βέβαια, ο Προμηθέας αφήνει πολλά ερωτήματα αναπάντητα - πιθανότατα οι παραγωγοί ετοιμάζονται για συνέχειες. Ασφαλώς, δεν θα περίμενε κανείς από μια ταινία να δώσει οριστικές λύσεις σε τέτοια φιλοσοφικά ζητήματα. Στον βαθμό που το επιχειρεί όμως - μολονότι υπάρχουν κάποια σεναριακά κενά - ο Ρίντλεϊ Σκοτ καταφέρνει να προβληματίσει. Θεωρεί ότι πιθανότατα ένας συνδυασμός επιστημονικότητας και πίστης (αυτό ακριβώς που εκφράζει η Σο) και με τη βοήθεια της τεχνολογίας (Ντέιβιντ) μπορεί να ανοίξει έναν δρόμο στη σωστή κατεύθυνση. Μια ταινία που μπορεί να ψυχαγωγεί και ταυτόχρονα να θέτει ερωτήματα (ακόμη κι αν διαφωνούμε με τις απαντήσεις της) είναι κάτι που δεν μας δίνει συχνά το Χόλιγουντ.

[Δείτε τρέιλερ του Προμηθέα με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]