Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Ο εξαιρετικός κύριος Λαζάρ [Monsieur Lazhar - Philippe Falardeau, 2011]

Δεν βλέπει κανείς συχνά ταινίες από τον γαλλόφωνο Καναδά. Πριν την ξεκινήσω νόμιζα πως ήταν γαλλική. Άργησα μάλιστα να αντιληφθώ ότι έπεφτα έξω. Μόνο όταν τα αυτιά μου άρχισαν να προσέχουν τα κάπως βαριά γαλλικά και παραξενεύτηκα που τα χιόνια στην αυλή του σχολείου δεν έλιωναν, κατάλαβα πως πρόκειται για κινηματογράφο του Κεμπέκ. Για χρόνια, ο μοναδικός γαλλοκαναδός σκηνοθέτης που γνώριζα ήταν ο Ντενί Αρκάν (Η πτώση της αμερικανικής αυτοκρατορίας, Η επέλαση των βαρβάρων). Πέρυσι προβλήθηκε στην Ελλάδα το συγκλονιστικό Μέσα από τις φλόγες (Incendies) του Ντενί Βιλνέβ και φέτος ήταν υποψήφιος για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας ο Φιλίπ Φαλαρντό με τον Εξαιρετικό κύριο Λαζάρ (ή και σκέτο Κύριο Λαζάρ, μια και το επίθετο είναι προσθήκη ελληνική, όχι απόλυτα δικαιολογημένη από την ίδια την ταινία).

Σε ένα δημοτικό σχολείο του Μοντρεάλ, τα παιδιά βρίσκουν ένα πρωί τη δασκάλα τους κρεμασμένη μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας. Η ψυχολόγος του σχολείου [μοιάζει να εκπλήσσονται όλοι που δεν υπάρχει μια ψυχολόγος για κάθε τάξη!] καλείται να βοηθήσει τους μικρούς μαθητές (11-12 χρονών) να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις του θανάτου. Ταυτόχρονα, κάνει αίτηση να αντικαταστήσει την αυτόχειρα ο κος Λαζάρ (Mohamed Fellag), αλγερινής καταγωγής. Στη μέση της χρονιάς οι επιλογές είναι εντελώς περιορισμένες και ο μοναδικός υποψήφιος προσλαμβάνεται. Ο κος Λαζάρ ακολουθεί πιο κλασικούς τρόπους διδασκαλίας, που ξενίζουν τους συναδέλφους του και τους γονείς, αλλά τα παιδιά δείχνουν να τον συμπαθούν και αγκαλιάζουν τις μεθόδους του, παρά την αρχική αμηχανία και την αναπόφευκτη σύγκριση με την προηγούμενη δασκάλα τους. Σύντομα μαθαίνουμε πως ο Λαζάρ αντιμετωπίζει προβλήματα με το Γραφείο Αλλοδαπών και έχει προσωπικούς λογαριασμούς με τον θάνατο στην οικογένειά του. Θα βοηθήσει τα παιδιά να ξεπεράσουν την απώλεια περισσότερο απ' όσο η ψυχολόγος; Πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα με τους συναδέλφους του και ιδιαίτερα με την Κλερ, μια δασκάλα που φαίνεται να του δείχνει περισσότερη συμπάθεια;

Χωρίς να καταφεύγει σε πρωτότυπες σκηνοθετικές λύσεις, ο Φαλαρντό προχωράει την ιστορία του λιτά και ομαλά. Επικεντρώνεται περισσότερο στη σχέση του δασκάλου με τους μαθητές, αλλά και στο τι συμβαίνει ανάμεσα στους μαθητές, που προσπαθούν να διαχειριστούν τον θάνατο και τις ενοχές που αναπτύσσονται. Αντίθετα, το κομμάτι των σχέσεών του με τους υπόλοιπους δασκάλους και την Κλερ μοιάζει να  υποβαθμίζεται - όχι ανεξήγητα.

Η κοκκώδης και μουντή φωτογραφία ταιριάζει απόλυτα με την ατμόσφαιρα πένθους και ενοχής. Το δυσοίωνο κλίμα κυριαρχεί τόσο στο προαύλιο του σχολείου όσο και στις σχολικές αίθουσες. Με αδρές πινελιές, ο Φαλαρντό σκιαγραφεί μια εκπαίδευση αποστειρωμένη, που στέκεται στον τύπο και όχι στην ουσία, σε ένα τώρα ξεκομμένο από το παρελθόν. Ένα σχολείο πνιγμένο από την "πολιτική ορθότητα" που απαγορεύει στους δασκάλους ακόμη και να αγγίξουν τους μαθητές - κομβικό στοιχείο της ταινίας. Στον κο Λαζάρ δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει τον Μπαλζάκ (αρχαίος!) για να διδάξει ορθογραφία - μου θύμισε το τολμηρό δοκίμιο της Νατάσα Πολονί, Τα χαμένα παιδιά μας για την απομάκρυνση της γαλλικής παιδείας από τις ανθρωπιστικές αξίες και τα κλασικά γράμματα.

Παρά την έλλειψη δραματικών κορυφώσεων, Ο εξαιρετικός κύριος Λαζάρ είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα χαμηλόφωνη ταινία, γεμάτη μετρημένη θλίψη για την ανθρωπιά που χάνεται και την ουσία της ζωής που πάντα βρίσκει τον δρόμο της, έστω κι αν οι λύσεις που επιλέγονται από τους γύρω μας (ή τους από πάνω μας) δεν είναι πάντα οι επιθυμητές.


[Δείτε τρέιλερ από τον Εξαιρετικό κύριο Λαζάρ με ελληνικούς υπότιτλους στο YouTube]

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Επικίνδυνη αποστολή - Πρωτόκολλο φάντασμα [Mission: Impossible (to watch) - Ghost Protocol (Brad Bird, 2011)]

Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με τράβηξε να δω την τέταρτη συνέχεια (sequel) των Επικίνδυνων Αποστολών (με αφετηρία, ως γνωστόν, την τηλεοπτική σειρά που παιζόταν στην Ελλάδα τη δεκαετία του '70). Παρ' όλο που οι περιπέτειες καταιγιστικής δράσης δεν είναι στην πρώτη σειρά των προτιμήσεών μου, δεν θα με δυσαρεστούσε ένα έξυπνο σενάριο με ίντριγκα και ανατροπές. Δυστυχώς, η Επικίνδυνη αποστολή - Πρωτόκολλο φάντασμα δεν είχε να προσφέρει ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Ο μυστικός πράκτορας Ίθαν Χαντ (Τομ Κρουζ) αποδρά από μια φυλακή της μετασοβιετικής Ρωσίας και αναλαμβάνει να διεισδύσει, μεταμφιεσμένος σε Ρώσο στρατηγό, στο μεγαλοπρεπές κτίριο του Κρεμλίνου και να κλέψει κάποιους κωδικούς για την εκτόξευση ρωσικών πυρηνικών κεφαλών. Όμως, η αποστολή αποτυγχάνει οικτρά και οι κωδικοί πέφτουν στα χέρια ενός τρομοκράτη (Μίκαελ Νίκβιστ). Ανεπανόρθωτα εκτεθειμένος, ο Χαντ με την ομάδα του θα προσπαθήσει να ανακτήσει τα κλεμμένα στοιχεία για να αποδείξει την αθωότητά του και να αποτρέψει την πυρηνική καταστροφή. Αυτό τούς φέρνει πρώτα στο Ντουμπάι και ύστερα στο Μουμπάι (πρώην Βομβάη), όπου θα γίνει και η τελική σύγκρουση, σε ένα ξενοδοχείο που κυριαρχείται από το ινδικό κιτς.

Αν το σενάριο σάς φαίνεται συνηθισμένο, να είστε σίγουροι ότι η ακατάπαυστη διαδοχή σκηνών δράσης και ειδικών εφέ θα σας φανεί ακόμη πιο ανούσια. Συχνά είχα την εντύπωση πως η ταινία φτιάχτηκε μόνο και μόνο για να μας παρουσιάσει τη νέα γενιά από gadgets που υποτίθεται πως έχει στη διάθεσή της η μεταψυχροπολεμική κατασκοπεία. Καθόλου πρωτότυποι διάλογοι, χιούμορ που συχνά ξεπέφτει σε απλές εξυπνακίστικες ατάκες, ρηχοί ήρωες-καρτούν, καμιά ατμόσφαιρα, σεναριακές απιθανότητες, ανυπαρξία σασπένς. [Προφανώς δεν αρκεί το εξαντλητικά γρήγορο μοντάζ όταν ξέρεις από πριν τι θα συμβεί στο τέλος - ας διδαχθούν από τους τρόπους του κλασικού κινηματογράφου.] Πέρα λοιπόν από τα εξωτικά σκηνικά (σου κόβει την ανάσα η θέα από τον Πύργο του Ντουμπάι - του ψηλότερου κτιρίου στον κόσμο), την τεχνολογία και τα δυο όμορφα κορίτσια, δεν υπάρχουν και πολλά να κρατήσουν το ενδιαφέρον όσων τυχόν περιμένουν τη συγκίνηση που θα μπορούσε να δώσει μια σύγχρονη κατασκοπική περιπέτεια - αναπόφευκτη η σύγκριση με το πρόσφατο Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι.

 Ίσως η ανάμειξη του Τομ Κρουζ με την παραγωγή να διευκολύνει την επικέντρωση της σκηνοθεσίας του Μπραντ Μπερντ (προϊστορία μόνο σε ταινίες κινουμένων σχεδίων, πχ. Ρατατούης) στον κεντρικό ήρωα, αλλά δεν περνάει άραγε από το μυαλό των ιθυνόντων της κινηματογραφικής εταιρείας ότι ο θεατής μπορεί να θέλει να δει και κάτι πέρα από τον μυστικό πράκτορα Χαντ-Κρουζ να ρίχνει και να τρώει μπουνιές, να πηδάει από κτίρια, να σκαρφαλώνει, να τρέχει να ξεφύγει από αμμοθύελλες και γενικά να μεταφέρει την υπερκινητική παρουσία του από το ένα εξωτικό σκηνικό στο άλλο; (Σε τι ηλικία συνταξιοδοτούνται οι πράκτορες; Δεν κολλάνε βαρέα-ανθυγιεινά; Δεν υπάρχουν δουλειές γραφείου για όσους πενηνταρίζουν;) Ξέρω ότι πολλοί θα διαφωνήσουν μαζί μου. Σίγουρα οι ταινίες δράσης έχουν το κοινό τους. Αλλά η γνώμη μου είναι πως το σινεμά, αντί να αναλώνεται σε μια χωρίς νόημα επίδειξη τεχνολογίας, θα έπρεπε να αφηγείται ιστορίες - με ό,τι αυτό συνεπάγεται.


[Δείτε το τρέιλερ του Επικίνδυνη αποστολή - Πρωτόκολλο φάντασμα από το YouTube]

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Το κορίτσι με το τατουάζ (Νιλς Άρντεν Όπλεβ, 2009 - Ντέιβιντ Φίντσερ, 2011)

Είναι μεγάλη χαρά για τον κινηματογραφόφιλο να έχει την ευκαιρία να συγκρίνει δυο ταινίες βασισμένες στο ίδιο βιβλίο. Το πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας Μιλένιουμ του Σουηδού Στιγκ Λάρσον, Το κορίτσι με το τατουάζ, γυρίστηκε ταινία το 2009 από τον Δανό Νιλς Άρντεν Όπλεβ, σε σουηδική παραγωγή με τους Μίκαελ Νίκβιστ και Νούμι Ραπάς. Δύο χρόνια αργότερα, ο Ντέιβιντ Φίντσερ ( Seven, Fight Club, Zodiac, κλπ) μας δίνει την αμερικάνικη εκδοχή, γυρισμένη κυρίως στη Σουηδία με αγγλόφωνο καστ ( Ντάνιελ Κρεγκ, Ρούνεϊ Μάρα, Κρίστοφερ Πλάμερ). Θεωρώ και τις δύο ταινίες εξίσου ενδιαφέρουσες και θα προσπαθήσω να επισημάνω τις ομοιότητες αλλά και, πρωτίστως, τις διαφορές τους.

Η ιστορία, φυσικά, σε γενικές γραμμές είναι η ίδια. Ο δημοσιογράφος Μίκαελ Μπλούμκβιστ καταδικάζεται για συκοφαντική δυσφήμηση ενός επιχειρηματία, τον οποίο έχει κατηγορήσει για εμπορία όπλων με στοιχεία που αποδεικνύονται κατασκευασμένα. Προφανώς ο Μπλούμκβιστ έπεσε σε παγίδα. Λίγο αργότερα, ο Χένρικ Βάνγκερ, ένας ηλικιωμένος μεγιστάνας, του προτείνει να ερευνήσει την πριν 40 χρόνια εξαφάνιση της 16χρονης ανηψιάς του, Χάριετ. Ο Μπλούμκβιστ δέχεται και εγκαθίσταται στο ιδιόκτητο νησί της οικογένειας Βάνγκερ. Αργότερα, στην υπόθεση εμπλέκεται ως βοηθός του η Λίζμπεθ Σαλάντερ, νεαρή χάκερ ιδιαίτερης ευφυίας, ένας ανθρώπινος σκαντζόχοιρος εξαιτίας ενός παρελθόντος εγκλεισμών (ο λόγος αποκαλύπτεται προς το τέλος) και κακοποιήσεων. Η Λίζμπεθ θα εγκατασταθεί κι εκείνη στο νησί για να συνεργαστεί με τον Μπλούμκβιστ στη λύση του μυστηρίου. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί μια ιδιόμορφη σχέση.

Το πρώτο που διαπιστώνει κανείς είναι ότι ο Όπλεβ χειρίζεται πολύ διαφορετικά την κάμερα απ' ό,τι ο Φίντσερ. Ο πρώτος χρησιμοποιεί κοντινά πλάνα και υποκειμενικές λήψεις, ενώ ο δεύτερος προτιμά να κρατά αποστάσεις από τα δρώμενα και τους ήρωες με πολλές μέσης απόστασης λήψεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια πιο "αντικειμενική" αμερικάνικη ταινία, με τη σουηδική να δείχνει πιο "συναισθηματική" (με την έννοια της ταύτισης του θεατή) και να αναπτύσσει καλύτερα την εξέλιξη της σχέσης Λίζμπεθ-Μπλούμκβιστ. Από την άλλη, ο Φίντσερ δίνει έναν ιδιαίτερα σκοτεινό τόνο στη δική του παραγωγή, επιλέγοντας συνήθως νυχτερινά και γκρίζα παγωμένα τοπία, καταφέρνοντας να μας μεταδώσει την αίσθηση του ψύχους, από το οποίο υποφέρει μόνιμα ο ήρωάς του. Ο Όπλεβ διαλέγει να μας δείχνει τους δύο ήρωές του συχνά μαζί, πιστός στη δική του σκηνοθετική γραμμή διερεύνησης της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Στον αμερικανό σκηνοθέτη η σύνδεση γίνεται κυρίως μέσω του μοντάζ, που πηγαινοέρχεται από τον ένα στην άλλη. Έτσι οι χαρακτήρες κρατάνε τις αποστάσεις τους. Είναι πιο απρόσιτοι. Πιο μοναχικοί.

Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι ο ήχος. Η σουηδική ταινία έχει ένα λίγο-πολύ συμβατικό σάουντρακ. Αντίθετα, η αμερικάνικη κυριαρχείται από πιο σύγχρονη μουσική. [Το Immigrant Song των Λεντ Ζέπελιν σε διασκευή του Τρεντ Ρέζνορ στους τίτλους της αρχής - μαζί με τις εικόνες που το συνοδεύουν - θα μπορούσε να είναι ένα ξεχωριστό βιντεοκλίπ από μόνο του.] Επιπλέον, δίνει μεγάλη σημασία σε ήχους του περιβάλλοντος (η βουή του δρόμου, ένα μακρινό τρένο, ο άνεμος που σφυρίζει, μια παρκετέζα σε έναν άδειο διάδρομο, πόρτες που χτυπάνε, κλπ.) που φέρνει στο προσκήνιο για να προσδώσει ένταση σε καίριες σκηνές.

Τέλος, έχω την εντύπωση πως ο δρόμος προς την εξιχνίαση της υπόθεσης παρακολουθείται πιο εύκολα από τον θεατή στη σουηδική βερσιόν, όπου οι δύο ήρωες συζητούν την υπόθεση πιο αναλυτικά.  Ο Φίντσερ (πιθανόν συνειδητά) συσκοτίζει κάπως τα πράγματα, αφήνοντάς σε πιο αβοήθητο να βγάλεις συμπεράσματα συνδυάζοντας μόνος κάποια στοιχεία - ίσως για να τονίσει τη δυσκολία της έρευνας και το ταλέντο της Λίζμπεθ.

Μετά απ' όλα αυτά, αν με ρωτούσατε ποια εκδοχή θα προτιμούσα, δεν θα ήξερα τι να σας απαντήσω. Προφανώς, και οι δύο έχουν τα συν και τα πλην τους. Αν θέλετε μια πιο "ανθρώπινη", μη χολιγουντιανή ταινία, ο Όπλεβ δεν θα σας προδώσει. Γι' αυτούς που αρέσκονται σε πιο "εγκεφαλικές" ταινίες με αρκούντως ζοφερή ατμόσφαιρα, ο Φίντσερ του Seven και, ιδιαίτερα, του Zodiac είναι ο κατάλληλος άνθρωπος. Προσωπικά, όπως δήλωσα εξαρχής, χάρηκα και τις δύο, για τον πρόσθετο λόγο ότι μπόρεσα να συγκρίνω το διαφορετικό ύφος του κάθε σκηνοθέτη. Ακόμη και γνωρίζοντας την πλοκή και το τέλος, η παρακολούθηση των δύο ταινιών είναι απολαυστική, χωρίς να έχει σημασία ποια βλέπεις πρώτη και ποια δεύτερη.



[Δείτε το τρέιλερ με το σουηδικό Κορίτσι με το τατουάζ με αγγλικούς υπότιτλους από το YouTube]



[Δείτε το τρέιλερ με το αμερικάνικο Κορίτσι με το τατουάζ με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]


[Δείτε τους συντελεστές της πρώτης ταινίας και της δεύτερης ταινίας στο imdb.]

Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

The Grey (Τζο Κάρναχαν, 2011)

Όταν είδα το The Grey [με ενοχλεί η ολοένα αυξανόμενη τάση να μένουν αμετάφραστοι οι τίτλοι], η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι μάλλον δεν θα με ενδιέφερε να γράψω κάτι γι' αυτό. Οι περιπέτειες τέτοιου είδους σπάνια με συγκινούν. Ψάχνοντας όμως στο διαδίκτυο, προσπαθώντας να ικανοποιήσω την περιέργειά μου για τη σημασία του τίτλου [Οι γκρίζοι; Το γκρίζο; Αναφέρεται στους λύκους, στους ανθρώπους ή σε κάτι άλλο;], είδα ότι κάποιοι θεωρούν την ταινία αριστούργημα. Παραξενεύτηκα και άλλαξα γνώμη.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Σε μια εγκατάσταση εξόρυξης πετρελαίου στην Αλάσκα, ο Ότγουεϊ (Λίαμ Νίσον) εργάζεται ως κυνηγός λύκων, δηλαδή σκοτώνει λύκους για την προστασία των υπαλλήλων της επιχείρησης. Όταν το αεροπλάνο που μεταφέρει τους εργάτες συντρίβεται σε μια απομακρυσμένη περιοχή, οι επιζήσαντες θα προσπαθήσουν να επιβιώσουν στις αντίξοες συνθήκες της παγωμένης φύσης. Πέρα από το χιόνι, το ψύχος και την έλλειψη τροφής, έχουν να αντιμετωπίσουν μια αγέλη άγριων λύκων που νιώθουν να απειλείται η περιοχή της επικράτειάς τους από τους παρείσακτους. Παράλληλα, βλέπουμε σε φλασμπάκ εικόνες από τη ζωή του Ότγουεϊ με τη γυναίκα του, χωρίς να μας αποκαλύπτεται παρά μόνο στο τέλος τι ακριβώς συνέβη μεταξύ τους.

Δεν βρήκα τη φωτογραφία καταπληκτική, όπως επανειλημμένα διάβασα. Τουλάχιστον, όχι περισσότερο απ' ό,τι οποιοσδήποτε μπορεί να δείξει στήνοντας μια κάμερα μπροστά σε ένα χιονισμένο τοπίο. Η αρχή της ταινίας είναι υπερβολικά μελοδραματική, αργή και φλύαρη για τα γούστα μου. Ωστόσο, η σκηνή της πτώσης του αεροπλάνου είναι συγκλονιστική, όπως γενικά βρήκα εξαιρετικά καλοστημένες τις σκηνές όπου κλιμακώνεται η δράση, πχ τις επιθέσεις των λύκων. Αντίθετα, εκεί όπου η αφήγηση χαλαρώνει και θα έπρεπε να "γεμίζει" με κάτι που να σου κρατάει το ενδιαφέρον, η σκηνοθεσία πάσχει. Οι διάλογοι είναι λίγο-πολύ κοινότυποι - άλλωστε δεν θα περίμενε κανείς, δεδομένων των συνθηκών και του είδους των προσώπων (κυρίως λούμπεν στοιχείων και συνηθισμένων εργατών), τίποτα άλλο από χοντροκομμένα αστεία και λόγια φόβου μεταμφιεσμένα σε αντριλίκι (ωχ! τι θα σκέφτεστε για την πολιτική μου ορθότητα!). Όσο, βέβαια, τα πράγματα σοβαρεύουν και η ομάδα μικραίνει, οι εναπομείναντες ανοίγονται περισσότερο μεταξύ τους, οι συζητήσεις γίνονται πιο ανθρώπινες και στοχαστικές, οι χαρακτήρες αναπτύσσονται και αποκτούν κάποια οντότητα, αν και οι περισσότεροι - εκ των πραγμάτων - δεν ολοκληρώνονται.

Παρά τα προβλήματα ρυθμού, το σενάριο διαθέτει ενδιαφέροντα προβληματισμό, που όμως δεν βρήκα ασυνήθιστο. Η προτεραιότητα της ομάδας απέναντι στο άτομο, η αδυναμία του ανθρώπου να επιβιώσει στη φύση χωρίς την τεχνολογία, ο φόβος απέναντι στον θάνατο, το τι σε βοηθάει να κρατηθείς στη ζωή... όλα είναι θέματα που συναντιούνται συχνά σε ταινίες του είδους. Και φυσικά η κεντρική ιδέα - πως δεν έχει σημασία αν θα ζήσεις ή αν θα πεθάνεις, σημασία έχει να αγωνιστείς - είναι γνωστή "από αρχαιοτάτων χρόνων". Στα θετικά της ταινίας το ότι δεν ξεπέφτει σε θρησκευτικούς βερμπαλισμούς και παρηγορίες - ο πρωταγωνιστής δηλώνει ευθαρσώς ότι δεν πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή. [Αν και με προβλημάτισε η αινιγματική εικόνα που υπάρχει ΜΕΤΑ τους τίτλους τέλους...]

Η ταινία The Grey [τείνω να πιστεύω πως ο διφορούμενος τίτλος αναφέρεται στους μεσήλικες ήρωες και στην "γκρίζα" κατάσταση ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο] δεν είναι κακή. Οι λάτρεις της περιπέτειας θα τη βρουν, πιστεύω, ενδιαφέρουσα. Ωστόσο, αν περιμένετε κάποια βαθυστόχαστη και πρωτότυπη αλληγορία που θα προκαλέσει πνευματικές ανησυχίες, ίσως απογοητευτείτε.

 

[Δείτε το τρέιλερ του The Grey με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]



Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Shame (Στιβ ΜακKουίν, 2011)

Το Shame είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους δουλειά του μαύρου Βρετανού Στιβ ΜακΚουίν (Steve McQueen) μετά την Πείνα (Hunger, 2008), που διαπραγματευόταν την απεργία πείνας του Ιρλανδού αγωνιστή Μπόμπι Σαντς - με πρωταγωνιστή και πάλι τον Φασμπέντερ. Δυστυχώς δεν έχω δει εκείνη την πρώτη του ταινία για να μπορώ να τη συγκρίνω με αυτήν εδώ, που καταπιάνεται με ένα διαφορετικό θέμα, την (ανδρική) σεξουαλικότητα.

Ο Μπράντον (Μάικλ Φασμπέντερ) είναι ένας τριαντάρης άντρας που ζει στη Νέα Υόρκη. Είναι επιτυχημένος επαγγελματικά και κάνει μιαν άνετη ζωή, αλλά γρήγορα διαπιστώνουμε ότι έχει κάποιες ερωτικές ιδιαιτερότητες. Εθισμένος σε κάθε είδους εξυπηρετήσεις που προσφέρονται από το διαδίκτυο, τη σύγχρονη τεχνολογία αλλά και το κλασικό ερωτικό εμπόριο, αποφεύγει να αποκτήσει οποιαδήποτε αισθηματική δέσμευση. Η καθημερινότητά του περιστρέφεται γύρω από τις σεξουαλικές εμμονές του. Όταν η αδελφή του Σίσι (Κέρι Μάλιγκαν) έρχεται απροειδοποίητα να μείνει κάποιο διάστημα μαζί του, ανατρέπει τη ρουτίνα του και λειτουργεί ως καταλύτης για να αλλάξει όλη του η ζωή. Πιθανότατα επηρεασμένος από την παρουσία της, ξεκινάει μια ερωτική σχέση με μια συνάδελφό του από την εταιρία όπου δουλεύει, αλλά διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει. Από εδώ δρομολογείται η πτώση του που θα τον οδηγήσει ενδεχομένως στη (βίαιη) συνειδητοποίηση των αδιεξόδων του.

Το Shame (η ντροπή που νιώθει κανείς όταν κάνει κάτι κακό, αλλά και το κρίμα μιας άτυχης κατάστασης - μια μετάφραση ίσως να περιόριζε τις συνδηλώσεις του τίτλου) είναι μια από τις πιο οξυδερκείς μελέτες της ανδρικής σεξουαλικότητας που έχω δει στον κινηματογράφο. Χωρίς να αποφεύγει πάντα την ηθικολογία, ο ΜακΚουίν διερευνά τα όρια της φυσιολογικότητας στα σεξουαλικά ήθη της σύγχρονης κοινωνίας. Πολύ εύστοχα επιλέγει για ήρωά του έναν κατά τα φαινόμενα συνηθισμένο Νεοϋορκέζο, με οικονομική άνεση και ελκυστικό στο γυναικείο φύλο. Παρά τη θετική κοινωνική του εικόνα, ο Μπράντον είναι μοναχικός άνθρωπος και βιώνει το σεξ ως ψυχικό πόνο και απόγνωση. Αυνανίζεται ακόμη και στις τουαλέτες της εταιρείας όπου δουλεύει. Ακόρεστος, κυνηγάει απελπισμένα την ηδονή του οργασμού στις σχέσεις της μιας βραδιάς (επαγγελματικές ή μη), που ωστόσο τον αφήνει ακόμη πιο κενό.

Οι εικόνες της Νέας Υόρκης είναι γκρίζες ή νυχτερινές, σχεδόν ερημικά αστικά τοπία ή σκηνές με σιωπηλό κόσμο - στο μετρό, στα γραφεία, στις ουρές έξω από τα κέντρα διασκέδασης. Παντού νιώθεις την έλλειψη επικοινωνίας. Η σκηνοθεσία εστιάζει ιδιαίτερα στο ανθρώπινο σώμα. Η εκπληκτική ηθοποιία του Φασμπέντερ στηρίζεται κυρίως στις κινήσεις και στο βλέμμα (συγκρίνετε τις δυο σκηνές του μετρό - στην αρχή και στο τέλος της ταινίας - και θα καταλάβετε τι εννοώ). Η Κέρι Μάλιγκαν, μακριά από το "υποταγμένο" κορίτσι του Μη μ' αφήσεις ποτέ και του Drive, δίνει έναν ρόλο γεμάτο συγκρατημένο πάθος και τραγικότητα. Σ' αυτήν ανήκει και η σημαντικότερη ατάκα της ταινίας: "We're not bad people. We just come from a bad place" (= Δεν είμαστε κακοί άνθρωποι. Απλώς είμαστε από "κακό" τόπο). [Χωρίς να ξεκαθαρίζεται ποιος "τόπος" εννοείται, πιθανολογώ ότι πρόκειται και περί υπαινιγμού για το οικογενειακό παρελθόν των δύο αδερφιών.] Η συγκλονιστικά αργή ερμηνεία της στο New York, New York έχει πολλαπλή σημασία στην ταινία, ιδίως με το αινιγματικό (αμήχανο;) βλέμμα του Μπράντον πάνω της. Πολλά υπονοούνται ή δεν λέγονται καν από τους πρωταγωνιστές. Νομίζω ότι η αποκρυπτογράφηση από τον θεατή της σκηνοθετικής άποψης έγκειται κυρίως στην ερμηνεία των βλεμμάτων.

Το Shame, το οποίο (όχι αδικαιολόγητα σε ένα κατά βάση συντηρητικό Χόλιγουντ) αδικήθηκε στα Όσκαρ [ο Φασμπέντερ πήρε το πρώτο βραβείο στη Βενετία, αλλά ούτε καν υποψηφιότητα για τα "χρυσά ανθρωπάκια"], είναι μια ταινία που μόνο αδιάφορο δεν μπορεί να σε αφήσει. Κάποιες σκηνές του σίγουρα σοκάρουν. Όμως ο προβληματισμός του βγάζει ρίζες μέσα σου και θα γίνεται, φοβάμαι, όλο και πιο επίκαιρος στις εποχές που έρχονται.




               [Δείτε το τρέιλερ του Shame με ελληνικούς υπότιτλους από το You Tube]

                                 [Διαβάστε τους συντελεστές του Shame στο imdb]


Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Επτά μέρες με τη Μέριλιν (My Week With Marilyn - Σάιμον Κέρτις, 2011)

Είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτείς την κινηματογραφική αναπαράσταση ενός τόσο αναγνωρίσιμου προσώπου όπως η Μέριλιν Μονρόε. Προφανώς η μεταφορά μιας τέτοιας (περιορισμένης) βιογραφίας στην οθόνη δεν μπορεί να στηριχτεί στη φυσική ομοιότητα της ηθοποιού που υποδύεται την αξέχαστη σταρ. Αυτό που περιμένεις είναι ίσως μια ερμηνεία που να λειτουργεί στο πλαίσιο της ταινίας αυτής καθ' εαυτής. Και νομίζω πως αυτό το πετυχαίνει σε ικανοποιητικό βαθμό η Μισέλ Γουίλιαμς.

Το όλο εγχείρημα βασίζεται σε δύο αυτοβιογραφικά βιβλία του Κόλιν Κλαρκ (1932 - 2002) στα οποία αφηγείται την πολύ σύντομη σχέση του με τη Μέριλιν όταν αυτή πήγε στην Αγγλία για να γυρίσει το Ο πρίγκιπας και η χορεύτρια (The Prince and the Showgirl, 1957) με τον Λόρενς Ολίβιε. Φορτωμένη με άγχος από την προσπάθειά της να αποδείξει την καλλιτεχνική της αξία δίπλα στον Ολίβιε (Κένεθ Μπράνα), η Μέριλιν παθαίνει κρίσεις κατάθλιψης. Αναζητώντας διέξοδο, βρίσκει καταφύγιο στη φιλία του 23χρονου Κόλιν (Έντι Ρεντμέιν), τρίτου βοηθού σκηνοθέτη και "παιδιού" γενικών καθηκόντων της παραγωγής, και ξεκινάει μια σχέση αδιευκρίνιστης φύσης μαζί του. Παράλληλα παρακολουθούμε τα γυρίσματα της ταινίας (The Sleeping Prince ονομάζεται) και τον ρόλο που παίζει τόσο το περιβάλλον της Μέριλιν όσο και ο κύκλος του Ολίβιε.

Ο Σάιμον Κέρτις (Simon Curtis) - τηλεοπτικός σκηνοθέτης και παραγωγός, σύζυγος της γνωστής ηθοποιού Ελίζαμπεθ Μαγκόβερν, που κάνει το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο - φτιάχνει μια ταινία που προσπαθεί να δώσει το κλίμα της εποχής αλλά και να ερμηνεύσει τη στόφα των δύο κεντρικών προσώπων, της Μονρόε κατά κύριο λόγο και του Ολίβιε κατά δεύτερο. Ξεκινάει με νευρώδες ύφος που γίνεται κάπως πιο χλιαρό όσο περνάει η ώρα. Τελικά επικεντρώνεται σε μια αμφιλεγόμενη ερωτική ιστορία, διανθισμένη από κάποια μάλλον επιφανειακή εξέταση της προσωπικότητας της σταρ αλλά και του Ολίβιε. Στο αν κατάφερε ο Κέρτις να μας δώσει μια ερμηνεία του φαινομένου Μέριλιν η απάντησή μου είναι αρνητική. Η σταρ που είχε ανάγκη την αγάπη και την αναγνώριση; Πόσο κοινότυπο! Ο περίγυρός της και η επίδρασή του πάνω της; Μα έτσι δεν γίνεται με όλους τους ηθοποιούς; Μήπως η εξήγησή του είναι πως η μαγεία δεν εξηγείται; Προς το τέλος της ταινίας, ο Μπράνα απαγγέλει στον Κόλιν τους πασίγνωστους στίχους του Πρόσπερο από την Τρικυμία του Σέξπιρ, ενώ στην οθόνη της αίθουσας δοκιμαστικών προβολών βλέπουμε τη Μισέλ Γουίλιαμς μόνη της ως Μέριλιν σε μια σκηνή από το Sleeping Prince:
                             
                                Τα γλέντια μας τελείωσαν τώρα. (Τούτοι που έπαιζαν,
                                καθώς σου προείπα, όλοι ήταν πνεύματα και λιώσανε,
                                γίνανε αέρας, αέρας διάφανος· και σαν
                                το αθέμελο οικοδόμημα στο θέαμα τούτο,
                                πύργοι νεφελοσκέπαστοι, τρανά παλάτια.
                                καμαρωτοί ναοί, κι αυτή η μεγάλη σφαίρα,
                                ναι, κι όλα οσά 'χει επάνω της, θα διαλυθούν,
                                θ' αφανιστούν σαν τούτο τ' άυλο θέαμα κι ούτε
                                πίσω άχνα δε θ' αφήσουν·) είμαστε απ' την ύλη
                                που 'ναι φτιαγμένα τα όνειρα· και τη ζωούλα μας
                                την περιβάλλει ολόγυρα ύπνος.

                                    [Τρικυμία, Πράξη Δ, Σκηνή 1:148, Μετάφραση Βασίλη Ρώτα]


Παρά τις ενστάσεις που προανέφερα, το Επτά μέρες με τη Μέριλιν βλέπεται ευχάριστα. Φυσικά, όλα τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά. Έτσι κι αλλιώς, η οπτική γωνία ενός νέου θαμπωμένου - όχι συντετριμμένου - από το μαγικό άγγιγμα της Μέριλιν ίσως να μην είναι το καταλληλότερο όχημα για εμβαθύνσεις.



                             [Τρέιλερ του Επτά μέρες με τη Μέριλιν από το YouTube]

             [Δείτε πληροφορίες για τους συντελεστές του Επτά μέρες με τη Μέριλιν στο imdb ]
                      

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Μεθυσμένο ημερολόγιο (The Rum Diary - Μπρους Ρόμπινσον, 2011)


Με ένα κατακόκκινο φρεσκοβαμμένο αεροπλάνο να πετάει παιχνιδιάρικα στον γαλάζιο ουρανό, διασχίζοντας τα λευκά τροπικά σύννεφα πάνω από το βαθύ μπλε της θάλασσας της Καραϊβικής υπό τον ήχο του Volare, το (με πορτορικάνικο ρούμι) Μεθυσμένο ημερολόγιο σού δίνει εξ αρχής ιδιαίτερες υποσχέσεις. Είναι βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χάντερ Σ. Τόμσον (1937 - 2005) (εκδόσεις Οξύ), του δημοσιογράφου και συγγραφέα στου οποίου ένα άλλο βιβλίο στηρίχθηκε η ταινία Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας (1998) του Τέρι Γκίλιαμ. Ο Χάντερ υπήρξε καλτ φιγούρα και εμπνευστής της gonzo δημοσιογραφίας, ένα είδος που συνδυάζει δημοσιογραφία και μυθιστορηματική γραφή μέσα από την υποκειμενική θέαση των πραγμάτων.

Ο Πωλ Κεμπ (Τζόνι Ντεπ) είναι δημοσιογράφος που πηγαίνει στο Πουέρτο Ρίκο για να δουλέψει σε μια τοπική αποτυχημένη εφημερίδα. Προσπαθεί να τιθασέψει τη ροπή του προς το αλκοόλ - κάτι όχι και τόσο εύκολο σε μια χώρα όπου το ρούμι ρέει άφθονο - και αναλαμβάνει μεταξύ άλλων διάφορες ανούσιες στήλες (π.χ., ζώδια). Ο Χαλ Σάντερσον (Άαρον Εκχαρτ), ένας αμερικάνος επιχειρηματίας που δείχνει να είναι μέσα σ' όλα, του προτείνει να αναλάβει την γκρίζα διαφημιστική προώθηση μιας μεγάλης ξενοδοχειακής επένδυσης, αμφίβολης νομιμότητας. Ο Πωλ αντιμετωπίζει το δίλημμα να υποκύψει στον πειρασμό των δολαρίων και της εύκολης ζωής ή να ακολουθήσει τις επιταγές της συνείδησής του που μοιάζει θολωμένη από το ρούμι. Μέρος του προσφερόμενου "πακέτου" δείχνει να είναι και η "φιλία" με τη μνηστή του Σάντερσον, τη Σενό (Άμπερ Χερντ), ή μήπως όχι; Ταυτόχρονα, μέσω της παρέας του με τον φωτογράφο της εφημερίδας, Σάλα, και τον εξαιρετικά ιδιόμορφο συνάδελφό του, Μόμπεργκ, έρχεται σε επαφή με την εχθρότητα των ντόπιων, που απεχθάνονται την αμερικάνικη παρουσία στο νησί.

Κάποια στιγμή, λίγο μετά τη μέση της ταινίας, νομίζεις ότι το φιλμ ετοιμάζεται να απογειωθεί. Προσωπικά, μέσα από την εξαιρετική φωτογραφία [αν με ρωτούσατε πώς φανταζόμουν την Καραϊβική στη δεκαετία του 1950, κάπως έτσι θα σας την περιέγραφα: γεμάτη μουσικές και χρώματα - αχ, εκείνα τα κόκκινα των αεροπλάνων, των καμπριολέ αυτοκινήτων και των χειλιών της Σενό!], τον διανοούμενο ήρωα να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στα διάφορα είδη ουσιών και (οινο)πνεύματος και την πλοκή να συμπυκνώνεται έτοιμη να εκραγεί, αισθάνθηκα για λίγο ότι κάτι τέτοιο είναι η ψυχαγωγία στον κινηματογράφο. Όμως, η συνέχεια και το τέλος δεν στάθηκαν στο ύψος των προσδοκιών μου. Από ένα σημείο και μετά, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μπρους Ρόμπινσον [είχε να σκηνοθετήσει 19 χρόνια!] μάλλον δεν ξέρει πού να οδηγήσει την ταινία. Εγκαταλείπει την ίντριγκα της οικονομικής διαπλοκής και την έξαψη του ερωτικού τριγώνου για να καταλήξει σε μια αποκλιμάκωση, που δεν είναι ούτε αναληθοφανής ούτε παράταιρη αλλά αντικειμενικά καταστρέφει όλη τη γοητεία της ατμόσφαιρας που μέχρι τότε είχε δημιουργηθεί.

Κρίμα μια ταινία που μεταφέρει - με έντονο χιούμορ - όλη αυτή την αίσθηση της παρακμής της Καραϊβικής και της νεοαποικιακής αμερικάνικης παρουσίας να μην καταφέρνει να ολοκληρώσει την απόλαυση που θα μπορούσε να προσφέρει. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, θα είχαμε μια εξαιρετική σύγχρονη εκδοχή του φιλμ νουάρ.

[Δείτε το τρέιλερ του Μεθυσμένου ημερολόγιου με ελληνικούς υπότιτλους στο YouTube:]
 
                  
                   [Διαβάστε για τους συντελεστές του Μεθυσμένου ημερολόγιου στο imdb]

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Το κλειδί της Σάρας (Elle s'appelait Sarah - Gilles Paquet-Brenner, 2010)

Να που ένας μάλλον άγνωστος σκηνοθέτης, ο Ζιλ Πακέ-Μπρενέ, με ελάχιστα διαπιστευτήρια, καταφέρνει να γυρίσει ένα άκρως ενδιαφέρον φιλμ για την ιστορική μνήμη και τη λειτουργία της στο σήμερα. Υποθέτω, βέβαια, πως η γοητεία του Κλειδιού της Σάρας οφείλεται κυρίως στο μυθιστόρημα της Τατιάνα ντε Ρονέ (Tatiana de Rosnay) (εκδόσεις Ψυχογιός), αλλά και ο Π-Μπ. διεκπεραιώνει άρτια τη σκηνοθετική δουλειά δίνοντάς μας μια ταινία που κινείται άνετα ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν και σε αγγίζει διαχρονικά.

 Το κλειδί της Σάρας αναφέρεται σε μια λιγότερο γνωστή ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το καλοκαίρι του 1942, οι Γάλλοι (όχι οι Γερμανοί!) αναλαμβάνουν να συλλάβουν ένα σημαντικό τμήμα του εβραϊκού πληθυσμού του Παρισιού (13.500 άντρες, γυναίκες και παιδιά!) και να τους συγκεντρώσουν σε άθλιες συνθήκες στο Χειμερινό Ποδηλατοδρόμιο (Velodrome d'Hiver ή Vel d'Hiv) για να διαμετακομιστούν στα γερμανικά κρεματόρια. [Ας θυμηθούμε εδώ ότι κάτι αντίστοιχο - αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα - έγινε από τους Γερμανούς στη Θεσσαλονίκη.] Όταν οι αστυνομικοί πηγαίνουν να πάρουν μια εβραϊκή οικογένεια από το σπίτι της, η κόρη, η Σάρα, κλειδώνει τον μικρό της αδελφό σε μια κρυψώνα στον τοίχο για να τον σώσει. Στο Ποδηλατοδρόμιο, η Σάρα και οι γονείς της ανησυχούν για την τύχη του μικρού. Το κορίτσι θα προσπαθήσει να δραπετεύσει για να πάει να τον ελευθερώσει. Πολλά χρόνια αργότερα, μια αμερικανίδα δημοσιογράφος (Κριστίν Σκοτ-Τόμας), παντρεμένη με Γάλλο αρχιτέκτονα, συγκλονίζεται όταν μαθαίνει ότι στην οικογένεια του άντρα της έχει παραχωρηθεί (νομότυπα) το σπίτι της οικογένειας της Σάρας. Θεωρεί ότι αυτό που ίσως είναι νόμιμο δεν είναι καθόλου ηθικό. Στην προσπάθειά της να γράψει ένα ρεπορτάζ για τα γεγονότα του '42, εμπλέκεται συναισθηματικά με την υπόθεση και ψάχνει να βρει τι απέγιναν η Σάρα κι ο αδελφός της. Μέσα από την αναζήτηση αυτή, η ζωή της σιγά-σιγά αλλάζει.

Με μεγάλη μαεστρία ο Π-Μπ. πηγαινοέρχεται ανάμεσα στους διάφορους χρόνους, στήνοντας τις σκηνές του πειστικότατα και οργανώνοντας με άρτιο τρόπο την αφήγησή του χωρίς ποτέ να κουράζει. Με έμφαση στο συναίσθημα, μας δίνει μια ελεγεία για την ιστορική μνήμη και την ενοχή (ατομική και συλλογική). Ταυτόχρονα ψηλαφίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και το τι ενώνει ή χωρίζει τους ανθρώπους.

Γενικά, Το κλειδί της Σάρας είναι μια ταινία που ο θεατής δεν θα ξεχάσει εύκολα. Αν όχι για την κινηματογραφική της γλώσσα, σίγουρα για τη βαθιά ανθρώπινη ιστορία (ή ιστορίες) που διηγείται. Αν δεν κυκλοφορήσει στους ελληνικούς κινηματογράφους (παίχτηκε μόνο στο πλαίσιο του 12ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου), ψάξτε την στα βιντεοκλάμπ ή κατεβάστε την από το διαδίκτυο (κυκλοφορούν και ελληνικοί υπότιτλοι) και δεν θα το μετανιώσετε.


       [Δείτε το τρέιλερ της ταινίας στα γαλλικά με αγγλικούς υπότιτλους από το YouTube]





                                 [Διαβάστε τους συντελεστές της ταινίας στο imdb]