Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Πώς κατεβάζουμε ταινίες από το Διαδίκτυο - ένας απλός οδηγός για αρχάριους

Δεν πιστεύω πως η τηλεόραση, το βίντεο ή η οθόνη του υπολογιστή μπορούν να υποκαταστήσουν τη μεγάλη οθόνη. Η μαγεία της σκοτεινής αίθουσας είναι ασύγκριτη. Στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, όμως, για μερικούς από εμάς οι τιμές των εισιτηρίων είναι τουλάχιστον περιοριστικές. Αν πλήρωνα για να δω όλες τις ταινίες που θέλω στο σινεμά ή σε βιντεοκλάμπ, το πενιχρό μου εισόδημα  δεν θα επαρκούσε για τις βιοποριστικές μου ανάγκες και το πρόβλημα της ύπαρξής μου θα είχε λυθεί οριστικά. Εκμεταλλεύομαι λοιπόν τις δυνατότητες που μου προσφέρει η τεχνολογία για να ικανοποιήσω τη δίψα μου για την Έβδομη Τέχνη και θα ήθελα να μοιραστώ με τους αναγνώστες αυτού του ιστολογίου (όσους δεν είναι ήδη εξοικειωμένοι με κάτι τέτοιο) το πώς κατεβάζω και βλέπω ταινίες από το Διαδίκτυο.


Κατ' αρχάς, κατεβάζουμε (δωρεάν) μια μηχανή κατεβάσματος όπως το Vuze ή το μΤorrent. Κάνουν περίπου την ίδια δουλειά. Ωστόσο, το μεν πρώτο κατεβάζει πιο γρήγορα αλλά κάνει τον (δικό μου, τουλάχιστον) υπολογιστή να σέρνεται, ενώ το δεύτερο είναι λίγο πιο αργό χωρίς σοβαρές επιπτώσεις στην ταχύτητα των προγραμμάτων που λειτουργούν παράλληλα.



Και οι δύο έχουν δικές τους μηχανές αναζήτησης, όμως προσωπικά προτιμώ να ψάχνω τις ταινίες σε ιστοσελίδες όπως το Kickass Torrents, IsoHunt  και The Pirate Bay. Επιλέγετε ταινίες με βάση τις απαιτήσεις σας σε ποιότητα - έχω διαπιστώσει ότι μου αρκεί μία ποιότητα dvdrip γιατί η εικόνα είναι ικανοποιητική, συμβατή με το dvdplayer που χρησιμοποιώ και το μέγεθος των 700 MB περίπου δεν μου δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα αποθήκευσης. Θεωρώ τις ποιότητες CAM και Telesync απαράδεκτα χαμηλές για τα δικά μου γούστα αλλά μπορεί να τις βρει κανείς σχεδόν αμέσως με την κυκλοφορία μιας ταινίας- είναι κάτι που θα πρέπει εσείς να αποφασίσετε. Για καλύτερη ποιότητα - dvdrip και πάνω - θα πρέπει να κάνετε λίγη υπομονή ώσπου να κυκλοφορήσει (συνήθως στην Αμερική) η ταινία σε dvd - δεν αργεί ιδιαίτερα: εγώ το παρακολουθώ εδώ στη στήλη New on DVD This Week. Αφού διαλέξετε το torrent που θέλετε, πατάτε το download torrent, γίνεται λήψη και αφού κάνετε κλικ πάνω στο ληφθέν torrent, αναλαμβάνει τη δουλειά η μηχανή κατεβάσματος.


Αφού μετά από καμιά ωρίτσα - για τις ευρείας κυκλοφορίας, κάποιες σπάνιες μπορεί να πάρουν μέρες - έχετε κατεβάσει την ταινία που θέλετε να απολαύσετε, θα πρέπει να βρείτε ελληνικούς υπότιτλους. Για τις περισσότερες ταινίες υπάρχουν αρκετοί σε ιστοσελίδες όπως opensubtitles και subs4free. Σε πρώτη φάση καλό είναι να ψάχνετε να βρείτε υπότιτλους που είναι ήδη συγχρονισμένοι. Ένας μπούσουλας είναι να διαλέγετε αυτούς που έχουν παρόμοια ονομασία με την ταινία που κατεβάσατε, πχ SiRiUs sHaRe, XviD-ETRG, aXXo, FXG - για να αναφέρω μερικά από τα πιο γνωστά γκρουπ που ανεβάζουν ταινίες στο Διαδίκτυο. Όταν ταινία και υπότιτλοι είναι από το ίδιο γκρουπ, συνήθως δεν υπάρχει πρόβλημα. Αλλιώς δοκιμάζουμε μέχρι να πετύχουμε κάτι που να ταιριάζει. Ο αναπαραγωγός πολυμέσων VLC (αν δεν τον έχετε, κατεβάστε τον - κι αυτόν δωρεάν) παίζει απροβλημάτιστα τους υπότιτλους εφόσον είναι στον ίδιο φάκελο και έχουν το ίδιο όνομα με την ταινία.


Αν πάλι θέλετε να προχωρήσετε ακόμη πιο πολύ και να συντονίζετε μόνοι σας υπότιτλους, σας πληροφορώ πως δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Χρειάζεστε ένα πρόγραμμα όπως το Subtitle Workshop που μπορεί να κάνει θαύματα με τους υπότιτλους. Μπορείτε εδώ να βρείτε έναν οδηγό για τον συγχρονισμό υποτίτλων με Subtitle Workshop.


Δεν είμαι ειδικός. Είμαι ένας απλός κινηματογραφόφιλος με μέσες γνώσεις υπολογιστή και προσπάθησα να σας περιγράψω με απλά λόγια τη διαδικασία όπως την ακολουθώ εγώ. Απευθύνομαι σ' αυτούς που αγαπούν το σινεμά αλλά αγνοούν τις δυνατότητες που προσφέρει το Διαδίκτυο ή απλώς δεν ξέρουν πόσο εύκολο είναι να κατεβάσουν και να δουν μία ταινία. Δοκιμάστε το και ένας καινούργιος κόσμος θα ανοίξει μπροστά σας.

Καλή διασκέδαση!



Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Τυραννόσαυρος [Πάντι Κόνσινταϊν, 2011]


Το περιβάλλον της Βόρειας Αγγλίας, όπου διαδραματίζεται ο Τυραννόσαυρος, δεν θα έλεγα ότι βοηθάει για να ανοίξει η καρδιά του ανθρώπου. Ο ηθοποιός Πάντι Κόνσινταϊν φτιάχνει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία εμπνεόμενος από το περιβάλλον όπου ο ίδιος μεγάλωσε, στις εργατικές πολυκατοικίες του Στάφορντσαϊρ στα Μίντλαντς. Το φιλμ γυρίστηκε λίγο βορειότερα, στο Λιντς, που παρεμπιπτόντως δεν είναι μία από τις χειρότερες περιοχές της Μεγάλης Βρετανίας από άποψη κλίματος και ποιότητας ζωής. Ωστόσο, η μουντή ατμόσφαιρα δένει απόλυτα με τη βία, την επιθετικότητα και τη μοναξιά των ανθρώπων.



Ο Τζόζεφ (Πίτερ Μάλαν) είναι άνεργος και χήρος, γεμάτος οργή για τη ζωή και για τους γύρω του. Σε μια από τις πρώτες σκηνές, σκοτώνει άθελά του σε ένα ξέσπασμα μεθυσμένης βίας τον αγαπημένο του σκύλο, ίσως τη μόνη συντροφιά που του είχε απομείνει. Ο μοναδικός του φίλος, ο Τζακ, είναι ετοιμοθάνατος. Έχει επίσης μια ιδιαίτερη σχέση με ένα μικρό γειτονόπουλό του, τον Σαμ, τον οποίο κακομεταχειρίζεται ο τραμπούκος φίλος της μάνας του. Μετά από έναν καβγά σε ένα γραφείο στοιχημάτων, τρεις μπράβοι θα του τη στήσουν ένα βράδυ και θα τον εκδικηθούν ξυλοφορτώνοντάς τον. Αυτό θα σταθεί η αφορμή για να γνωρίσει τη Χάνα (Ολίβια Κόλμαν), μια ευγενική και θεοσεβούμενη παντρεμένη γυναίκα που εργάζεται για μία φιλανθρωπική οργάνωση. Η Χάνα προσπαθεί να τον "σώσει" με τις προσευχές και την καλοσύνη της αλλά ο Τζόζεφ δεν μοιάζει διατεθειμένος να αποδεχθεί τέτοιου είδους βοήθεια. Μια ιδιόμορφη φιλική σχέση αναπτύσσεται μεταξύ τους, αλλά σύντομα θα διαφανεί ότι η Χάνα δεν είναι και τόσο ευτυχισμένη και ισορροπημένη όσο παρουσιάζεται. Όταν στο προσκήνιο έρχεται και ο σύζυγός της, ο Τζέιμς (Έντι Μάρσαν), τα πράγματα παίρνουν άσχημη τροπή.


Γυρισμένος με σκοτεινά χρώματα, ο Τυραννόσαυρος μάς υποβάλλει τους αργούς ρυθμούς του μόνο και μόνο για να δημιουργήσει το κατάλληλο φόντο για τις εκρήξεις οργής των χαρακτήρων του. Έτσι, σαν να τραντάζει τη γη η επερχόμενη βία... Να είχε άραγε και αυτό κατά νου ο Κόνσινταϊν όταν έδινε τον πολύσημο τίτλο στην ταινία του - πέρα από την εξήγηση που δίνεται προς το τέλος της ταινίας; Ο ίδιος δίνει και την εξής ερμηνεία: "...είναι σαν μια μεταφορά για το κτήνος, για τους φόβους - τους μεγαλύτερους φόβους που αντιμετωπίζεις ως άνθρωπος και το πώς ο φόβος εξισώνεται με το μέγεθος ενός τέρατος που μπορεί να σε πνίξει. Όπως όλοι οι καλοί τίτλοι, έχει πολλές σημασίες."


Οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών είναι συγκλονιστικές. Ο Μάλαν δίνει έναν Τζόζεφ που προσπαθεί να ξεφύγει από τον ίδιο τον εαυτό του, που η τρυφερότητα που νιώθει για τους άλλους είναι καταχωνιασμένη κάτω από τόνους θυμού. Είναι εξαιρετικός ιδιαίτερα όταν καταφέρνει να συγκρατήσει τις εκρήξεις του, με ένα ύφος σαν να λέει "την επόμενη φορά". Αλλά και όσο προχωράει η ταινία, η μεταμόρφωσή του, μέσω της καταλυτικής παρουσίας της Χάνα, είναι ανεπαίσθητη και συγκρατημένη, με ένα βλέμμα που αρχίζει να φωτίζεται με ένα φως που μοιάζει να έρχεται από μέσα του. Από την άλλη, η Κόλμαν κρατάει τις δύσκολες ισορροπίες ανάμεσα στην αξιοπρεπή Χάνα και στην απελπισμένη γυναίκα που δεν ξέρει πού να στηριχτεί. Αλλάζει μορφές με την ευκολία που βάζει και βγάζει κανείς μια μάσκα και γίνεται η προσωποποίηση του γυναικείου πόνου. Από κοντά και  ο πολύ καλός Βρετανός ηθοποιός Έντι Μάρσαν σε έναν μικρότερο ρόλο, του συζύγου της, που τον διαχειρίζεται πειστικότατα.


Συνολικά, ο Τυραννόσαυρος είναι αναμφισβήτητα μια ταινία που σου δένει κόμπο το στομάχι, αλλά και σε λυτρώνει θυμίζοντάς σου πόσο έχουμε ο ένας ανάγκη τον άλλον για να ξεφύγουμε - έστω για λίγο - από τον φόβο. Ο Κόνσινταϊν κάνει ένα αξιόλογο σκηνοθετικό ντεμπούτο και το διεθνές κοινό τού το αναγνωρίζει.

[Δείτε τρέιλερ του Τυραννόσαυρου με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]


Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Το δικό μας βαλς [Take This Waltz - Σάρα Πόλεϊ, 2011]

Μια αισθηματική ταινία που αφορά ένα ερωτικό τρίγωνο δεν είναι καθόλου ασυνήθιστη. Με παραξένεψαν λοιπόν οι σχετικά θετικές κριτικές που πήρε Το δικό μας βαλς της Καναδής ηθοποιού και σκηνοθέτριας Σάρα Πόλεϊ [η ταινία της Το υστερόγραφο μιας σχέσης (Away from Her, 2006) ήταν υποψήφια για Όσκαρ δικού της διασκευασμένου σεναρίου και πρώτου γυναικείου ρόλου για την Τζούλι Κρίστι] και αποφάσισα να της ρίξω μια ματιά. Με τράβηξε εξαρχής το σκηνοθετικό της ύφος και τη συνέχισα να δω πού το πήγαινε. Ομολογώ πως κάποιες στιγμές μπήκα στον πειρασμό να την παρατήσω, αλλά νομίζω πως ο τελικός ισολογισμός δεν ήταν αρνητικός.

Η ιστορία είναι πολύ απλή. Η Μάργκο (Μισέλ Γουίλιαμς, Επτά μέρες με τη Μέριλιν) είναι παντρεμένη εδώ και 5 χρόνια με τον Λου (Σεθ Ρόγκεν). Δεν έχουν ούτε σκέφτονται να κάνουν παιδιά. Η ζωή τους είναι μια ευτυχισμένη (;) ρουτίνα στηριγμένη κυρίως στα παιδιάστικα αστεία που ανταλλάσσουν και στα πολλαπλά "Σ' αγαπώ" που λένε ο ένας στον άλλον. Εκείνη θα ισχυριστεί κάποια στιγμή ότι "θέλει να γράψει", αλλά δεν θα τη δούμε να ασχολείται μ' αυτό - ίσως μια φορά να γράφει στο ημερολόγιό της. Εκείνος, όπως διαπιστώνουμε προς το τέλος της ταινίας, γράφει ένα βιβλίο που αφορά τρόπους μαγειρέματος κοτόπουλου [=chicken: στα αγγλικά έχει επίσης τη σημασία "δειλός", "φοβητσιάρης"]. Σε ένα ταξίδι της στο Λούισμπουργκ της Νόβα Σκότια, η Μάργκο γνωρίζει τον Ντάνιελ (Λουκ Κέρμπι), ερασιτέχνη ζωγράφο που βγάζει τα προς το ζην οδηγώντας ένα ρίκσο στους δρόμους του Τορόντο. Από σύμπτωση - αρκετά τραβηγμένη - ο Ντάνιελ είναι γείτονας του ζευγαριού. Η Μάργκο δείχνει να νιώθει μια έλξη γι' αυτόν χωρίς όμως να τολμά να προχωρήσει σε κάτι περισσότερο. Παράλληλα, κάποια σύννεφα αρχίζουν να μαζεύονται στις σχέσεις του παντρεμένου ζευγαριού. Θα κάνει η Μάργκο το μεγάλο βήμα;


Αν δεν υπήρχε η σκηνοθετική φρεσκάδα, η ταινία δεν θα ξέφευγε από την απόλυτη μετριότητα. Η Πόλεϊ καταφέρνει όμως να δημιουργήσει οικειότητα με τους χαρακτήρες της μέσα από πολλά κοντινά πλάνα που εστιάζουν σε πρόσωπα, αντικείμενα, μέρη του σώματος (κυρίως τα πόδια της Ουίλιαμς), χειρονομίες. Ταυτόχρονα, επιλέγει με φροντίδα τα σκηνικά της για να στήσει μια γοητευτική ατμόσφαιρα, ενός σχεδόν ειδυλλιακού Τορόντο αλλά και των εσωτερικών χώρων. Αποσπά καλές ηθοποιίες, περισσότερο από τους Γουίλιαμς-Ρόγκεν και λιγότερο από τον Κέρμπι, που μερικές φορές δείχνει ξενέρωτος [πχ, στην έτσι κι αλλιώς αδέξια σκηνή όπου περιγράφει στην Μάργκο τι θα της έκανε αν ήταν εραστές]. Επίσης, κάποιες σκηνές τραβάνε σε μάκρος ή και επαναλαμβάνονται [για να φανεί άραγε η βαρετή καθημερινότητα;], αλλά προς το τέλος ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος. Τέλος, τα τραγούδια του Λέοναρντ Κοέν - μια διασκευή του Closing Time και το Take This Waltz που δίνει και τον τίτλο - πλουτίζουν την ταινία.



Η Πόλεϊ προσθέτει ενδιαφέρον με διάσπαρτες σημειολογικές αναφορές που σχολιάζουν την ιστορία της, προϊδεάζοντάς μας συχνά για το τι θα συμβεί: μεταξύ άλλων η αρχική σκηνή με τη Μάργκο να μαγειρεύει, που θα πάρει άλλη διάσταση στο τέλος, η αναπαράσταση του μαστιγώματος του μοιχού κατά την επίσκεψη στο Λούισμπουργκ, η Μάργκο στο αναπηρικό καροτσάκι και οι εξηγήσεις περί φόβου που δίνει στον Ντάνιελ, ο πολύχρωμος γύρος του λούνα παρκ που όταν ανάβουν τα φώτα αποκαλύπτουν ένα θλιβερότατο και άθλιο σκηνικό, το επεισόδιο με την αδελφή τού Λου. Όλα οργανωμένα για να αναδείξουν τη σκηνοθετική άποψη ότι όσο κι αν τολμήσει κανείς, αν δεν βρει τι του φταίει - μπορεί άραγε; - πάλι θα καταλήξει στο ίδιο τέλμα.


Παρά τις αδυναμίες του, Το δικό μας βαλς μάς βάζει να σκεφτούμε για τις ανθρώπινες σχέσεις χωρίς να μας δίνει έτοιμες λύσεις και happy ending. Καλό θα ήταν βέβαια να μην τη δείτε με το ταίρι σας αν θέλετε να αποφύγετε αμήχανα μεταξύ σας βλέμματα.

[Τρέιλερ του Δικού μας βαλς με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]


Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο [Les neiges du Kilimandjaro - Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, 2011]

Μπορεί ο αμερικανικός κινηματογράφος να διαθέτει τεχνική αρτιότητα και ζηλευτή λαϊκότητα, αλλά ο ευρωπαϊκός συχνά έχει αμεσότητα και εστιάζει περισσότερο σε καθημερινές καταστάσεις και καθημερινούς ανθρώπους. Το ιστολόγιο αυτό έχει ασχοληθεί κατ' επανάληψη με τον γαλλικό κινηματογράφο, που είναι από τις λίγες πλέον ευρωπαϊκές εθνικές κινηματογραφίες που έχουν μέχρι στιγμής αντέξει - με απώλειες, φυσικά - στον ανταγωνισμό του Χόλιγουντ. Στο μέτρο του δυνατού [η πρόσβαση σε ευρωπαϊκές ταινίες δεν είναι πάντα εύκολη] θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε τις αξιόλογες ευρωπαϊκές ταινίες, χωρίς βέβαια να αγνοούμε τις (εμπορικότερες) αμερικανικές.



Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν [γεννήθηκε στη Μασσαλία από πατέρα Αρμένη λιμενεργάτη και μητέρα Γερμανίδα, δηλώνει διεθνιστής και αριστερός] είναι ακριβώς μια ταινία που δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε να γυρίζεται στο Χόλιγουντ. Ο Μισέλ (Ζαν-Πιερ Νταρουσέν) εργάζεται σε κάποιο ναυπηγείο της Μασσαλίας. Η εταιρεία, μετά από διαπραγματεύσεις με το σωματείο, αποφασίζει να απολύσει (μετά από κλήρωση) είκοσι εργαζόμενους προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί. Αν και ως συνδικαλιστής ο Μισέλ έχει "ασυλία", βάζει και το δικό του όνομα στην κληρωτίδα. Είναι στη λίστα αυτών που επιλέγονται από την τύχη - τραβάει ο ίδιος το όνομά του -  να απολυθούν. Η γυναίκα του, η Μαρί-Κλερ (Αριάν Ασκαρίντ), εργάζεται σε σπίτια φροντίζοντας ηλικιωμένους. Σε σχετικά καλύτερη μοίρα από τους υπόλοιπους ανέργους και χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, προσπαθούν να αναδιοργανωθούν. Ταυτόχρονα, η πολύ καλή σχέση που έχουν μεταξύ τους τούς βοηθάει να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες. Όταν όμως κάποιοι μπαίνουν μέσα στο σπίτι τους και τους ληστεύουν, η ζωή τους αναστατώνεται. Και τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο Μισέλ ανακαλύπτει ποιος είναι ο δράστης.


Πρωταγωνιστής στην ταινία είναι η ίδια η Μασσαλία. Όχι μια Μασσαλία τουριστική, αλλά μια πόλη δαρμένη από τον ήλιο και τον αέρα, με τα παράθυρα να βλέπουν στους γερανούς και τα πλοία του λιμανιού. Οι εργάτες ζουν στα στενοσόκακα, μακριά από τις γειτονιές των νεόπλουτων. Κι όμως αυτή η πόλη έχει τη γοητεία της με τις μικρές καθημερινές στιγμές, τα καφέ, τις αυλές. Η σκηνοθεσία επικεντρώνεται στις ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται. Οι φιλίες, τα παιδιά και τα εγγόνια του Μισέλ και της Μαρί-Κλερ, οι σχέσεις με τους συναδέλφους, με τους ανθρώπους που φροντίζει η Μαρί-Κλερ, με τον σερβιτόρο ενός καφέ - χαρακτηριστικότατες σκηνές με ελληνικό κονιάκ! Οι ηθοποιοί δείχνουν ελευθερία κινήσεων μέσα στο κάδρο. Υπάρχει χιούμορ και ανθρωπιά. Αναδεικνύεται η δοτικότητα του ζευγαριού, που θα δοκιμαστεί προς το τέλος αλλά θα νικήσει. Μα πάνω απ' όλα, ο Γκεντιγκιάν καταφέρνει να μας μεταφέρει τον πολιτικό προβληματισμό του σχετικά με μια εργατική τάξη χωρίς συνείδηση, βαθιά διχασμένη. Εμπνευσμένος από τον Ζορές και τον Ουγκό [η ιδέα της ταινίας οφείλεται στο ποίημά του Les Pauvres Gens] θέτει ζητήματα σχετικά με το μέλλον της κοινωνίας (και της Αριστεράς μέσα σ' αυτήν).


Συνολικά, Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο είναι μια "λαϊκή" ταινία που καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος, χωρίς να καταφεύγει σε περίπλοκες λύσεις. Πλημμυρίζει ανθρωπιά και καθημερινή απλότητα. Μέσα από "ταπεινό" υλικό, ο Γκεντιγκιάν δημιουργεί τέχνη και αυτό είναι ήδη πολύ.


[Δείτε τρέιλερ του Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]


Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Πώς βάζουμε "σκληρούς" (μόνιμους) υπότιτλους σε μια ταινία


Για να ενσωματώσουμε υπότιτλους σε μια ταινία κατεβάζουμε (δωρεάν) και εγκαθιστούμε το FreeMake Video Converter (http://www.freemake.com/free_video_converter/)

Το ανοίγουμε και στην αρχική σελίδα πάμε στην κύρια γραμμή (δεύτερη από πάνω), που γράφει Video +Εκεί προσθέτουμε την ταινία (με την Αναζήτηση) που θέλουμε να της βάλουμε υπότιτλους.

Αφού προστεθεί, ανοίγει μια μπάρα που δίνει κάποια στοιχεία της ταινίας. Εκεί επιλέγουμε «Με υπότιτλους» (πατάμε εκεί που λέει «Χωρίς Υπότιτλους» ως προεπιλογή) και στο ψαχτήρι λέμε ποιους υπότιτλους θέλουμε – τους έχουμε ήδη κατεβάσει και συντονίσει (για συντονισμό χρησιμοποιώ το Subtitle Workshop που είναι δωρεάν και πολύ χρήσιμο).

Πάμε στην κάτω μπάρα και επιλέγουμε (πιθανόν να είναι το πρώτο αριστερά, αν και δεν μένει σταθερό) «σε AVI». Βγάζει ένα παράθυρο για τι ποιότητα θέλουμε («DVD»,«ίδια με την πηγή», κλπ). Θα πρέπει να πειραματιστείτε για την ιδανική λύση. Φυσιολογικά πρέπει να πάρει 25 με 50 λεπτά – ανάλογα με την ταινία και τον υπολογιστή.

Η άλλη λύση είναι να δούμε την ταινία στον υπολογιστή με VLC Player, που είναι επίσης δωρεάν και διαβάζει κατ' ευθείαν τους εξωτερικούς υπότιτλους αν έχουν ακριβώς το ίδιο όνομα με την ταινία. Κάποια DVD player και τηλεοράσεις διαβάζουν βέβαια και εξωτερικούς υπότιτλους.
                                       
                                          Καλή επιτυχία και καλή διασκέδαση


Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Παράνομοι [Lawless - Τζον Χίλκοουτ, 2012]

Ο Τζον Χίλκοουτ είναι ο Αυστραλός σκηνοθέτης του Ο δρόμος [2009] (καταπληκτική ταινία βασισμένη στο μελλοντολογικό μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθι) και Παράνομη δικαιοσύνη [The Proposition, 2005] (αυστραλιανό γουέστερν σε σενάριο Νικ Κέιβ). Έχει γυρίσει επίσης βιντεοκλίπ με συγκροτήματα όπως οι Depeche Mode, οι Manic Street Preachers και οι Bad Seeds (του Νικ Κέιβ). Ο τελευταίος - επίσης Αυστραλός - έχει γράψει (μαζί με τον Γουώρεν Έλις) και τη μουσική για τις τρεις ταινίες του που έχουν κάνει διεθνή καριέρα. Εκτός από τη μουσική, ο γνωστός τραγουδιστής/τραγουδοποιός έγραψε το σενάριο και για τους Παράνομους, από το βιβλίο The Wettest County in the World του Ματ Μπόντουραντ, εγγονού ενός από τους ήρωες της ταινίας.

Οι Παράνομοι διαδραματίζονται στην κομητεία Φράνκλιν της Βιρτζίνια προς το τέλος της εποχής της Ποτοαπαγόρευσης (συνολικά διήρκεσε από το 1920 ως το 1933) στις ΗΠΑ. Ολόκληρη η περιοχή (η πιο "βρεγμένη" κομητεία του κόσμου, σύμφωνα με το βιβλίο) ασχολείται με την παράνομη παραγωγή ουίσκι και άλλων αλκοολούχων ποτών, τα οποία διακινούνται λαθραία αποφέροντας σημαντικά κέρδη. Τα τρία αδέρφια Μπόντουραντ - Φόρεστ, Χάουαρντ και Τζακ - έχουν στήσει μια ιδιαίτερα επιτυχημένη επιχείρηση, όπου όλα λειτουργούν ρολόι, με την ανοχή της τοπικής αστυνομίας. Όταν το κράτος αποφασίζει να αυστηροποιήσει τους ελέγχους στο λαθρεμπόριο (ώστε να περιορίσει τα διαφυγόντα έσοδα), έρχεται στην περιοχή ο ειδικός πράκτορας Τσάρλι Ρέικς (Γκάι Πιρς) για να επιβάλει με κάθε μέσο τον νόμο. Ο αρχηγός της οικογένειας, Φόρεστ (Τομ Χάρντι), σιωπηρός άντρας με ιδιαίτερη "μαγκιά", δεν θα ανεχτεί την επέμβαση του σαδιστή ψυχοπαθή Ρέικς. Ταυτόχρονα, ο Τζακ Μπόντουραντ (Σάια ΛαΜπεφ), ο μικρός αδερφός, μέσα στην αφέλειά του θα δώσει έναν εύκολο στόχο.


Ο Χίλκοουτ - που έχει ασχοληθεί με τη ζωγραφική και ο ίδιος - φτιάχνει μια αισθητικά απολαυστική ταινία με τα πλάνα του - ιδίως τα νυχτερινά - να βγαίνουν μέσα από πίνακες Αμερικανών ζωγράφων της εποχής (προφανέστατα αναγνωρίσιμη η συνεισφορά του Έντουαρντ Χόπερ). Ξέρει να δημιουργεί σασπένς αλλά και να χαλαρώνει τον θεατή όταν χρειάζεται, επικεντρωνόμενος στον νεανικό έρωτα του Τζακ για την κόρη του τοπικού ιερέα αλλά και στην έλξη του "δύσκολου" Φόρεστ από τη Μάγκι (Τζέσικα Τσαστέιν), μια χορεύτρια από το Σικάγο που έρχεται να δουλέψει στο οικογενειακό καφενείο. Από την άλλη, ο τρίτος αδερφός μένει ουσιαστικά στην κινηματογραφική αφάνεια, παίζοντας δευτερεύοντα ρόλο, με ευθύνη μάλλον του σεναριογράφου Κέιβ.


Στους Παράνομους διακρίνεται η προσπάθεια του κράτους να επιβάλει την κυριαρχία του διαλύοντας την (παράνομη : επειδή δεν αποδίδει φόρους) τοπική οικονομία εφόσον δεν μπορεί να την ελέγξει. Η κεντρική εξουσία δεν ανέχεται sui generis συμπεριφορές, όπως της οικογένειας Μπόντουραντ που ανάγονται σε λαϊκούς ήρωες - χαρακτηριστικός ο μύθος του άτρωτου ή αθάνατου που υπάρχει για τον Φόρεστ. Παρ' όλο που αυτά φαίνονται στην ταινία, ο Χίλκοουτ ουσιαστικά εστιάζει την προσοχή του στις προσωπικότητες των δύο αδερφών, του Φόρεστ και του Τζακ, στην αντίθεσή τους με τον αδίστακτο και αιμοβόρο Ρέικς, παίζοντας με την ανατροπή καλού/κακού. Τελικά, δικαιώνει την επιλογή των Μπόντουραντ να αντισταθούν αν και γρήγορα θα διαπιστώσουν ότι οι καιροί έχουν αλλάξει.


 Οι κάποιες, σεναριακές κυρίως, αδυναμίες της ταινίας δεν εμπόδισαν εμένα τουλάχιστον να καθηλωθώ μπροστά στην οθόνη για δύο ώρες. Είμαι σίγουρος ότι στο μέλλον ο Χίλκοουτ θα μας δώσει ακόμη καλύτερες ταινίες.

[Δείτε τρέιλερ των Παρανόμων με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]


Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Ατίθαση Λίλη [Pieds nus sur les limaces - Φαμπιέν Μπερτό, 2010]

Μετά από απουσία μερικών εβδομάδων, λόγω μιας μετακόμισης που τράβηξε σε μάκρος αλλά και της διστακτικής έναρξης της κινηματογραφικής περιόδου που δεν προσφέρει προς το παρόν πολλές ενδιαφέρουσες ταινίες, επανέρχομαι με την ταινία της Φαμπιέν Μπερτό (Fabienne Berthaud), Ατίθαση Λίλη που συμμετέχει στο νέο πρόγραμμα προβολών του Δημοτικού Κινηματογράφου Νέας Ιωνίας (Βόλου). Είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Γαλλίδας ηθοποιού, συγγραφέα και σκηνοθέτριας, μετά τη Frankie (2005), την ιστορία ενός μοντέλου μόδας, στην οποία πρωταγωνιστούσε και πάλι η Νταϊάν Κρούγκερ. Έχει ενδιαφέρον ότι η δεύτερη αυτή ταινία της απέσπασε το πρώτο βραβείο στο 12ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου (Αθήνα, 2011), με πρόεδρο της κριτικής επιτροπής τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.


Η ιστορία της ταινίας επικεντρώνεται στη σχέση ανάμεσα σε δύο αδερφές, τη Λιλί (Λιντιβίν Σανιέ) και την Κλάρα (Νταϊάν Κρούγκερ). Η Λιλί κινείται στα όρια ανάμεσα στην αντισυμβατική συμπεριφορά, τη διανοητική καθυστέρηση και την ψυχική διαταραχή. Ζει με τη μητέρα της σε μια εξοχική κατοικία κάπου στη γαλλική ύπαιθρο. Η Κλάρα σπούδασε, "ξέφυγε" από το επαρχιακό οικογενειακό περιβάλλον και ζει σε κάποια πόλη παντρεμένη με έναν δικηγόρο. Όταν η μητέρα τους πεθαίνει ξαφνικά, οι ισορροπίες διαταράσσονται. Η Κλάρα πρέπει να φροντίσει τη μικρή αδερφή, η οποία αρνείται να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία. Αυτό θα την αναγκάσει να περνάει κάποιες μέρες στο εξοχικό σπίτι, κάτι που θα αναστατώσει την προσωπική της ζωή. Η συμπεριφορά της Λιλί ξεπερνάει συχνά τα όρια ανοχής του μικρού κοινωνικού περίγυρου. Η πρώτη αντίδραση της Κλάρα είναι να αναλάβει τον ρόλο της μητέρας-δυνάστη. Όμως σιγά-σιγά η εκρηκτικότητα της Λιλί θα συμπαρασύρει τη μετρημένη Κλάρα, οδηγώντας την να ξεπεράσει τα όριά της.


Η Μπερτό δεν δείχνει να ενδιαφέρεται να καθορίσει τι ακριβώς συμβαίνει με τη Λιλί. Κυρίως ασχολείται με την αντιπαράθεση των δύο διαφορετικών τρόπων ζωής που ακολουθούν οι δύο αδερφές και την αλληλεπίδρασή τους. Ο αυθορμητισμός, η αρμονία με τη φύση και η αφέλεια της μιας κάνουν τις συμβατικές επιλογές της άλλης να φαίνονται ψεύτικες και κούφιες. Η ειδυλλιακή γαλλική εξοχή προσφέρει εξαιρετικές, γεμάτες χρώματα, σκηνές, που κυριαρχούνται από την πληθωρική ηθοποιία της Σανιέ. Η (δικαιολογημένα) πιο συγκρατημένη Κρούγκερ παίζει σε πιο γκρίζα χρώματα. Η σκηνοθεσία είναι αργή και εστιάζει στη λεπτομέρεια. Πολλές φορές, η ατμόσφαιρα γίνεται δυσοίωνη και απειλητική, πράγμα που προσθέτει ενδιαφέρον στην ταινία.


Παρά το γεγονός πως μερικές φορές νιώθεις ότι κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό της, η Ατίθαση Λίλη της Φαμπιέν Μπερτό δεν θα αφήσει αδιάφορο τον θεατή. Μιλάει για θέματα που νομίζω πως αγγίζουν όλους μας, ακόμη κι αν δεν συμφωνούμε για τις πιθανές απαντήσεις.

[Δείτε τρέιλερ του Ατίθαση Λίλη με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]


Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

The Company Men [Τζον Γουέλς, 2010]

Σιγά-σιγά αρχίζουν να βγαίνουν από το Χόλιγουντ ταινίες που αφορούν την κρίση που άρχισε στις ΗΠΑ τον Δεκέμβρη του 2007 και επιδεινώθηκε τον Σεπτέμβρη του 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers. [Ήταν τότε η τέταρτη μεγαλύτερη αμερικάνικη τράπεζα επενδύσεων μετά τις Goldman Sachs, Stanley Morgan και Merrill Lynch.] Με αυτή τη χρεοκοπία καταπιανόταν συγκεκριμένα Ο Δρόμος του χρήματος [Margin Call, 2011], δείχνοντας πώς κατέρρευσε η εταιρεία μέσα σε μια μέρα προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παγκόσμια οικονομία. Άλλες κινηματογραφικές παραγωγές με το ίδιο γενικό θέμα της οικονομικής κρίσης και ύφεσης ήταν το Ραντεβού στον αέρα, Too Big to Fail (πάλι με θέμα τη Leeman Brothers), Η περίπτωση Larry Crowne, Wall Street: Το χρήμα ποτέ δεν πεθαίνει, μαζί με κάποια ντοκιμαντέρ. Σ' αυτές θα μπορούσε να ενταχθεί - μολονότι διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 2000 - το The Company Men του πρωτοεμφανιζόμενου (αν και έχει περάσει τα πενήντα) ως σκηνοθέτη στη μεγάλη οθόνη Τζον Γουέλς - έχει ασχοληθεί κυρίως με την τηλεόραση.


Στο The Company Men, η εταιρεία GTX αποφασίζει να απολύσει έναν μεγάλο αριθμό υπαλλήλων της έτσι ώστε να ανεβάσει την τιμή της μετοχής της - με απώτερο στόχο να πουληθεί. Ένα από τα υψηλόβαθμα στελέχη που μένουν χωρίς δουλειά είναι ο Μπομπ (Μπεν Άφλεκ). Μετά από 12 χρόνια απασχόλησης, παίρνει ως αποζημίωση αποδοχές 12 εβδομάδων [τέτοια βλέπει η τρόικα...!] και   "υπηρεσίες επανατοποθέτησης" (συμβουλές για εύρεση νέας εργασίας). Πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις που του έχει δημιουργήσει το μέχρι τώρα υψηλό επίπεδο διαβίωσης. Η σύζυγός του (Ρόζμαρι ΝτεΓουίτ) θα σταθεί πλάι του και θα τον στηρίξει, κάτι που θα αποδειχθεί αποφασιστικό. Αντίθετα, ο Φιλ (Κρις Κούπερ) - θύμα του δεύτερου κύματος απολύσεων - δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στα προβλήματα της ανεργίας μετά από 30 (!) χρόνια δουλειάς στην εταιρεία. Ο τρίτος που απολύεται είναι ο Τζιν (Τόμι Λι Τζόουνς), ένας από τους διευθυντές και μετόχους της GTX, που τόλμησε να πει να πει κάποιες αλήθειες στον ιδιοκτήτη της εταιρείας - και υποτιθέμενο φίλο του.


Η ταινία μιλάει με ειλικρίνεια - και κάποιες στιγμές με πικρό χιούμορ - για την κατάρρευση της ζωής ενός στελέχους επιχείρησης που βρίσκεται άνεργος. Κρατώντας χαμηλούς τόνους, περιγράφει τη διαφορετική αντιμετώπιση που έχει απέναντι στην προσωπική του κρίση ο καθένας από τους τρεις πρωταγωνιστές. Ταυτόχρονα, δείχνει τον ρόλο που παίζει το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον. Ενδιαφέρον έχουν και οι σκηνές όπου ο Μπομπ ή ο Φιλ πηγαίνουν από γραφείο σε γραφείο ψάχνοντας για νέα εργασία. Βέβαια, στην Ελλάδα της κρίσης, όπου χιλιάδες άνθρωποι πεινάνε, μας φαίνεται αστείο να αναγκάζεται κανείς να πουλήσει την Πόρσε του ή να διακόπτει τη συνδρομή του στη λέσχη του γκολφ για να μπορέσει να ζήσει την οικογένειά του.


Ο Γουέλς δεν προχωράει να καταδείξει τη συνολική ευθύνη του οικονομικού συστήματος, που χρησιμοποιεί τους ανθρώπους όσο τους χρειάζεται κι ύστερα τους πετάει σαν στυμμένες λεμονόκουπες όταν αυτό θα βοηθήσει να κερδηθούν κάποια χρήματα. Πιστεύει πως η λύση θα ήταν ενδεχομένως μια επιστροφή σε έναν πιο "ανθρώπινο" καπιταλισμό, χωρίς ίσως να αντιλαμβάνεται πως και αυτός κάποια στιγμή θα οδηγηθεί πάλι σε ένα παρόμοιο σημείο. Όπως και να 'χει, το The Company Men είναι ιδιαίτερα επίκαιρο και βλέπεται με ενδιαφέρον.



[Δείτε τρέιλερ του The Company Men με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]


Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Η αρπαγή 2 [Taken 2 - Olivier Megaton, 2012]

Δεν θα είχα πάει ποτέ στη (δεύτερη) Αρπαγή αν δεν πρότεινε η κόρη μου να τη δούμε, εκμεταλλευόμενοι την προσφορά των δύο εισιτηρίων στην τιμή του ενός που δίνουν γνωστή εταιρεία κινητής τηλεφωνίας και αλυσίδα κινηματογράφων τις Τετάρτες. Αντιπρότεινα το "Χαβιάρι" αλλά εκείνη επέμεινε, μια και της είχε αρέσει η πρώτη (Αρπαγή). Η αίθουσα προβολής ήταν γεμάτη από νέους και νέες - υποθέτω όλοι γνωρίζανε την προσφορά. Είχα καιρό να βρεθώ σε σινεμά με τόσο πολύ κόσμο και εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που συμμετείχαν στα δρώμενα - αναστεναγμοί, αγωνία, επιφωνήματα, αυθόρμητα σχόλια, κλπ. Στο τέλος, νομίζω πως αυτό που κυριαρχούσε ήταν η αμηχανία και η σχεδόν ομόφωνη βεβαιότητα πως θα υπάρξει και τρίτη (Αρπαγή) - ωπ! κόντεψε να μου ξεφύγει μια ομόηχη λέξη!

Η ιστορία της ταινίας θα χωρούσε σε δυο-τρεις σειρές, αλλά για όσους δεν έχουν δει την πρώτη να θυμίσουμε ότι αναφέρονταν στον Μπράιαν Μιλς, έναν πρώην πράκτορα της CIA (Λίαμ Νίσον), που η κόρη του (ζει με την ξαναπαντρεμένη μητέρα της) απάγεται στο Παρίσι από Αλβανούς κακοποιούς τους οποίους ξεπαστρεύει για να την πάρει πίσω. Εδώ, η Αλβανική Μαφία θα προσπαθήσει να πάρει εκδίκηση. Η ευκαιρία δίνεται όταν ο Μιλς προσκαλεί την κόρη του (Μάγκι Γκρέις) και την πρώην γυναίκα του (Famke Janssen) [ο γάμος της διαλύεται!] για διακοπές στην Κωνσταντινούπολη.


Η Αρπαγή 2 είναι γεμάτη από τα κλισέ των ταινιών του είδους, χωρίς ανατροπές στην πλοκή, με καταιγιστική δράση: κυνηγητά (με αυτοκίνητα ή χωρίς), πυροβολισμοί, εκρήξεις, ξύλο, ηλεκτρονικά κολπάκια, ολίγον ρομαντικό ενδιαφέρον, κλπ. Ο υπερπροστατευτικός πατέρας Νίσον μοιάζει έτοιμος να ξαναφτιάξει την οικογένειά του - το δείχνουν τα βλέμματα που ανταλλάσσει με την πρώην σύζυγο. Και η κόρη έχει πλέον φίλο - εμ, εικοσάρισε πια! - κάτι που ο μπαμπάς ζορίζεται να αποδεχτεί (όχι και πολύ αμερικάνικη αντίδραση!)! Η αλήθεια είναι ότι λίγο πριν αρχίσω να αποκοιμιέμαι βάλθηκα να προσέχω την ελαφρώς κοκκώδη φωτογραφία και τη σκούρα παλέτα της ταινίας να αποδίδουν όμορφα την Πόλη. Το τέλος - όχι δεν με πήρε τελείως ο ύπνος - ήταν το αναμενόμενο. Τα πρόσωπα γύρω μου έδειχναν να συμφωνούν.



[Δείτε τρέιλερ της Αρπαγής 2 με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]




Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Στη Ρώμη με αγάπη [To Rome with Love - Γούντι Άλεν, 2012]

Είμαι χρόνιος θαυμαστής των ταινιών και του ιδιαίτερου χιούμορ του Γούντι Άλεν. Από τις πρώτες του ταινίες μέχρι σήμερα, δεν έχω πάψει να παρακολουθώ με ενδιαφέρον κάθε καινούργια του παραγωγή. Ωστόσο, πρέπει να ομολογήσω ότι ορισμένες από τις ταινίες του [να αναφέρω πρόχειρα το Όλα όσα θέλατε να μάθετε για το σεξ, τις Μπανάνες και τον Ειρηνοποιό] έχασαν κάπως μέσα μου την αίγλη τους όταν τις ξαναείδα για δεύτερη φορά. Κάποιες ατάκες εξακολουθούν να είναι σπαρταριστές, αλλά συνολικά ο χρόνος μάλλον δεν τις ευνόησε. Άλλες βέβαια - όπως το Μανχάταν, ο Νευρικός εραστής, το Match Point και το Κι αν σου κάτσει; - έχουνε πάρει αμετάκλητα τη θέση τους στο Πάνθεο των αγαπημένων μου κινηματογραφικών έργων. Δεν θα έλεγα ότι σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία θα έβαζα το πρόσφατο Στη Ρώμη με αγάπη.


Όπως στο πιο άρτιο Μεσάνυχτα στο Παρίσι και στο πιο σκερτσόζικο Βίκυ, Κριστίνα, Μπαρτσελόνα, κι εδώ ο Γούντι Άλεν δείχνει την αγάπη του για μια Ευρωπαϊκή πόλη. Φτιάχνει μια σπονδυλωτή ταινία με τέσσερις θεματικούς άξονες που προχωρούν παράλληλα αλλά που δεν συνδέονται μεταξύ τους παρά μόνο γεωγραφικά και εν μέρει θεματικά.



Πρώτα, μια νεαρή Αμερικανίδα τουρίστρια γνωρίζεται με έναν Ιταλό δικηγόρο. Οι γονείς της (Τζούντι Ντέιβις, Γούντι Άλεν) φτάνουν στην Ιταλία για να γνωρίσουν τους συμπέθερους. Μέσα από τη γνωριμία των δύο οικογενειών βλέπουμε τις διαφορές ανάμεσα στην αμερικανική και την ιταλική νοοτροπία. Στη δεύτερη παράλληλη ιστορία, ένα νιόπαντρο ζευγάρι Ιταλών έρχεται στη Ρώμη από την επαρχία για να συναντήσει τους συγγενείς του συζύγου που υποτίθεται πως θα τον βοηθήσουν επαγγελματικά. Η νεαρή σύζυγος χάνεται στους δρόμους της πόλης (θυμίζοντας λίγο την ταινία για το Παρίσι) για να καταλήξει σε μια ερωτική περιπέτεια. Την ίδια στιγμή, ο σύζυγος μπλέκεται με μια Ιταλίδα πόρνη (Πενέλοπε Κρουζ) που θα τον βοηθήσει να βρει την αυτοπεποίθησή του. Έπειτα, ένας άχρωμος υπάλληλος (Ρομπέρτο Μπενίνι) γίνεται ξαφνικά διάσημος χωρίς κανένα φανερό λόγο. Τέλος, ένας διάσημος Αμερικανός αρχιτέκτονας (Άλεκ Μπάλντουιν) συναντά έναν συμπατριώτη του φοιτητή Αρχιτεκτονικής (Τζέσε Άιζενμπεργκ) που ζει στη Ρώμη. Γίνεται κατά κάποιον τρόπο ο συμβουλάτοράς του στις σχέσεις του με την κοπέλα του και με μια φίλη της, ηθοποιό, για την οποία ο νεαρός αρχίζει να νιώθει μια έντονη έλξη.


Το μοντάζ μάς μεταφέρει ανάλαφρα κι απροβλημάτιστα από τη μια ιστορία στην άλλη. Όμως, το χιούμορ του Άλεν μοιάζει να έχει χάσει κάπως την οξύτητά του. Γενικά, η ταινία μού φάνηκε σχετικά πρόχειρα στημένη κι ένιωθα να λείπει το νήμα που θα συνέδεε και θα έδενε τις τέσσερις ιστορίες. Ναι μεν μπορεί να διακρίνει κανείς κοινά θέματα [οι αρνητικές πλευρές της δημοσιότητας και της δόξας, η στάση των Αμερικανών απέναντι στην Ευρώπη, το νόημα της ζωής και του έρωτα], αλλά η διαπραγμάτευσή τους δεν δικαιώνει την επιλογή της διάσπασης της πλοκής στα τέσσερα. Από την άλλη, θα τοποθετούσα στα θετικά της ταινίας την εισαγωγή στην αφήγηση από έναν τροχονόμο (που στο τέλος αντικαθίσταται από έναν άλλο κάτοικο της Αιώνιας Πόλης) και τον τρόπο με τον οποίο εμπλέκεται ο Μπάλντουιν στις ερωτικές σκηνές του ζευγαριού (θυμίζοντας τον ρόλο του Μπόγκαρτ στο Ωραίος και σέξι του Χέρμπερτ Ρος, με πρωταγωνιστή τον Άλεν). Να επισημάνουμε, επίσης, τις αναφορές στον Ιταλικό κινηματογράφο, ιδιαίτερα το Ντόλτσε βίτα του Φελίνι (πχ. η σκηνή στα αρχαία ερείπια τη νύχτα).


Δεν μπορώ να πω ότι η ταινία Στη Ρώμη με αγάπη δεν βλέπεται ευχάριστα. Όμως, φοβάμαι πως όσους είναι συνηθισμένοι στο συνήθως υψηλό επίπεδο των ταινιών του Γούντι Άλεν μάλλον θα τους απογοητεύσει.

[Δείτε τρέιλερ του Στη Ρώμη με αγάπη με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]